Το πολιτικό σκηνικό αλλάζει, ενίοτε σε ανύποπτο χρόνο, όχι όμως χωρίς να έχει «προειδοποιήσει» νωρίτερα για τα πιθανά σενάρια της επόμενης περιόδου. Και όσοι από τους «πρωταγωνιστές» σέβονται τους εαυτούς τους, φροντίζουν να αποφύγουν τους απόλυτους αιφνιδιασμούς.

Τα τελευταία- αρκετά πλέον-  χρόνια οι σταθερές ήταν λιγότερες από τις «ανατροπές» και τις σημαντικές ανακατατάξεις για τα κόμματα που τις κυοφορούσαν ή που τις υποδέχονταν. Από τα χρόνια της κρίσης μέχρι σήμερα, κατέβηκαν κι ανέβηκαν πολλά «έργα», τα οποία στη συνέχεια αξιολόγησαν οι πολίτες, κρίνοντας την εκάστοτε συμπολίτευση κι αντιπολίτευση ταυτόχρονα. Σε αυτή τη φάση- ειδικά μετά από τις ευρωεκλογές- η λέξη «ρευστοποίηση» ακούγεται όλο και πιο συχνά από τους δημοσκόπους, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται με ακρίβεια  το εύρος της και τα «θύματά» της.

Σε αυτό το σκηνικό, η κυβερνητική παράταξη εξακολουθεί, πέντε χρόνια μετά από την πρώτη μεγάλη εκλογική νίκη της, αυτή του 2019 (την οποία επανέλαβε το 2023), να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις (από το 2016 συμβαίνει) και να κυριαρχεί έναντι των βασικών αντιπάλων της στην αντιπολίτευση. Διατηρεί ισχυρό προβάδισμα από το δεύτερο κόμμα, παρότι σε κάποια γκάλοπ, αγγίζει οριακά τη μονοψήφια διαφορά. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές ωστόσο (και σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023) απώλεσε 13 ποσοστιαίες μονάδες. Έκτοτε γυρίζει γύρω από την «στιγμή» των ευρωεκλογών, όσον αφορά στα δημοσκοπικά ποσοστά της. Δεν πέφτει κάτω από το 28% στην εκτίμηση ψήφου, δεν κάνει όμως κι άλματα προς την αυτοδυναμία.

Η ακρίβεια και τα άλλα ζητήματα της καθημερινότητας (όπως στο πεδίο της υγείας) δυσκολεύουν τη συνθήκη της διαχείρισης, συνεχίζουν να υπάρχουν και να «αφυδατώνουν» την «εικόνα» που θα ήθελε να εκπέμψει, μέσω των πρωτοβουλιών που προωθεί ή εξετάζει. Τα σήματα για μείωση φόρων δεν ήταν τυχαία, όπως τυχαίο δεν είναι και το δημοσιονομικό πλαίσιο τα τελευταία πολλά χρόνια. Οι εσωκομματικές οχλήσεις αρχίζουν και κάνουν την επανεμφάνισή τους, μετά από μια αξιοσημείωτη περίοδο μάλιστα, που η κυβερνητική παράταξη έδειχνε να «παίζει» χωρίς ισχυρό αντίπαλο στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Τον ποιον θα ήθελε να έχει αντίπαλο στα «προσεχώς», είναι ένα ερώτημα που στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να απαντηθεί εκ των προτέρων. Βασικό στοίχημά της σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής δράσης σε βαθμό, που να μην αμφισβητείται από τις πολλές , διάφορες και διαφορετικές κατηγορίες των ερωτηθέντων στα γκάλοπ. Το γεγονός ότι στα γκάλοπ, αν και γυρίζει γύρω από την «εικόνα» των ευρωεκλογών επιστρέφει στη διεκδίκηση υψηλότερων ποσοστών σε άμεσο χρόνο, δείχνει και τα περιθώρια βελτίωσης.  Και την ίδια ώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο καταλληλότερος για την πρωθυπουργία, διατηρώντας μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο πολιτικό αρχηγό (όχι όμως από τον κανέναν)στα γκάλοπ. Οι διαρροές δε που σημειώνει η Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ- ως εκ τούτου οι επόμενες κινήσεις, όπως για την προεδρική εκλογή, θα δείξουν αν παραμένουν επίμονες στη μάχη του Κέντρου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ «εξαερώνεται» στα γκάλοπ, ιδίως μετά από τις ευρωεκλογές και κινείται προς νέα ενδεχόμενη διάσπαση. Διατηρεί τυπικά το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σύμφωνα με όσους αναγνωρίζουν τη δυναμική που αναπτύσσει το ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό χάρτη. Μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχουν συντελεστεί οι εξελίξεις που προβλέπουν καταρχάς οι πρωταγωνιστές του στον εσωκομματικό «εμφύλιο».

Η δεύτερη θέση από την άλλη πλευρά, δύσκολα κατακτιέται και ακόμη πιο δύσκολα γίνεται πρώτη. Άλλο δεύτερος παίκτης με 20% κι άλλο να βλέπεις και να αντιπαρατίθεσαι στα ίσα με τη Νέα Δημοκρατία- όπως βέβαια λέει το ΠΑΣΟΚ ότι θα συμβεί στις επόμενες εθνικές εκλογές. Η αγωνία της διατήρησης της ανοδικής τροχιάς είναι  ορατή στα στελέχη και στην ηγεσία, όμως είναι κοινή τους εκτίμηση ότι το 2024 δεν είναι 2021 κι ότι τα παθήματα ενίοτε λειτουργούν και ως μαθήματα. Τίτε το 2021, η Νέα Δημοκρατία μόλις είχε βγει από μια δεύτερη μεγάλη εκλογική νίκη και ο ΣΥΡΙΖΑ παρά την στρατηγική ήττα του 2019 διατηρούσε την εικόνα ενός εκλογικού ποσοστού με το 3 μπροστά. Η αλήθεια είναι ότι το ΠΑΣΟΚ σήμερα βρίσκεται σε μια νέα αφετηρία και σε μια σαφώς ευνοϊκότερη συγκυρία, η οποία είναι στο χέρι του να την αξιοποιήσει χωρίς λάθη και αστοχίες.

Το πρώτο ευνοϊκό στοιχείο αφορά στην «προίκα» που εξασφάλισε από την εσωκομματική αναμέτρηση για την εκλογή ηγεσίας. Εξελίχθηκε με πολιτικό πολιτισμό, δημοκρατικές και άψογες ως προς τη θεσμικότητα διαδικασίες, προσέλκυσε νέα ακροατήρια και πάνω από 300 χιλιάδες πολιτών στις κάλπες του. Οι έξι υποψήφιοί του θύμισαν την ανάγκη και τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να δράσει πολυσυλλεκτικά, να ζει και να αναβαθμίζεται με διαφορετικές «πλατφόρμες» στο εσωτερικό του. Το στοίχημά του έχει πλέον να κάνει αφενός με τη διατήρηση της δυναμικής που καταγράφει και σπάει το φράγμα που στις δημοσκοπήσεις είχε να δει από το 2011 και αφετέρου με την αναβάθμιση της κυβερνησιμότητάς του που θέλει και κόπο και τρόπο.

Το δεύτερο στοιχείο που ευνοεί το εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ είναι αναμφίβολα ο …ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παράγει εικόνες που διώχνει σταδιακά αλλά γρήγορα πολίτες από κοντά του, καθώς σε όλα τα γκάλοπ συρρικνώνεται με μεγάλη ταχύτητα- πρώην ψηφοφόροι του (περίπου το 15%) «προσγειώνονται» στο ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και αν μένουν διερευνητικά, είναι σίγουρο ότι επιλέγουν σε σημαντικό βαθμό το ΠΑΣΟΚ και κάποια άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης- ένα πολύ μικρό ποσοστό «κοιτάζει» προς τη Νέα Δημοκρατία.

Το τρίτο στοιχείο που επίσης συμπληρώνει την ευνοϊκή συνθήκη για το ΠΑΣΟΚ είναι η σχετική στασιμότητα της κυβερνητικής προσπάθειας να ανακάμψει και να προσεγγίσει η ΝΔ εκ νέου μεγαλύτερα ποσοστά, ενώ την ίδια στιγμή όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι στα γκάλοπ «ακούνε» περισσότερο τι έχει να πει ΠΑΣΟΚ και περιμένουν να δουν αν μπορεί να παρουσιάσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Αν οι εκλογές γίνουν στην ώρα τους, δηλαδή το 2027, το ΠΑΣΟΚ έχει δυόμισι χρόνια μπροστά του για έναν σκληρό αγώνα και να καλύψει μεγάλη απόσταση, ειδικά στα αστικά κέντρα, όπου και στις ευρωεκλογές δεν κατέγραψε και τις καλύτερες επιδόσεις. Υπό αυτήν την έννοια, το νέο δίπολο με το ΠΑΣΟΚ στην μία από τις δύο όχθες, θα παγιωθεί, αν αυτό συμβεί, μετά από αρκετούς μήνες ή και χρόνια. Η επανεκκίνησή του όμως είναι δυναμική.