Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, έχει τεράστια σημασία να ξέρεις πότε πρέπει να φύγεις. Ο Αλέξης Τσίπρας καθυστέρησε σημαντικά να πάρει την απόφαση, ίσως γιατί πίστευε ότι δικαιούται μια δεύτερη (στην ουσία τρίτη) ευκαιρία, ή από έναν ιδιότυπο ιδεολογικό και κομματικό «πατριωτισμό», αφού είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αναδείξει υποψήφιους διαδόχους

Πολλοί σύντροφοί του χαρακτήρισαν γενναία την απόφασή του, αλλά νομίζω ότι υπερβάλλουν ή θέλουν απλώς να χρυσώσουν το χάπι στον τέως αρχηγό του κόμματός τους.

Ο Τσίπρας θα ήταν «γενναίος» αν είχε παραιτηθεί μετά την ήττα του 2019 και παρέδιδε την ηγεσία. Ετσι θα διατηρούσε ακέραιο το πολιτικό του κεφάλαιο, θα παρέμενε μια χρήσιμη εφεδρεία για την Κεντροαριστερά (για να επιστρέψεις, πρέπει πρώτα να φύγεις) και κυρίως θα διευκόλυνε την ανανέωση του κόμματος και την επιστροφή του στην εξουσία.

Ο Τσίπρας όμως όχι μόνο δεν παραιτήθηκε τότε, αλλά δεν τόλμησε να αλλάξει ούτε πολιτικές, ούτε πρόσωπα στον ΣΥΡΙΖΑ. Επί τέσσερα χρόνια βρισκόταν σε vertigo, αναποφάσιστος ανάμεσα στις αξιώσεις της ακραίας κομματικής βάσης του 3% και τις αναγκαίες προσαρμογές, υιοθετώντας την πιο στείρα και τοξική αντιπολίτευση των τελευταίων δεκαετιών. Αυτή η αλλοπρόσαλλη και αντιφατική τακτική (για στρατηγική δεν μιλάμε) ξεπέρασε κάθε όριο τους τελευταίους μήνες («κυβέρνηση ανοχής», άνοιγμα στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής) και δυστυχώς δεν βρέθηκε κανείς να τον τραβήξει από το μανίκι, να τον συνεφέρει και να τον διασώσει.

Με την παραίτηση Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει σε μια περιπέτεια η οποία μπορεί να τον οδηγήσει στη διάλυση (με εντυπωσίασε που στην ομιλία της αποχώρησής του δεν χρησιμοποίησε τη φράση-κλισέ όλων των απερχόμενων αρχηγών «θα είμαι εγγυητής της ενότητας»), αλλά μπορεί και στην εξουσία. Αυτό εξαρτάται από το ποιος θα είναι ο νέος αρχηγός (ή η νέα αρχηγός), ποια στρατηγική θα ακολουθήσει, αν θα συμπορευτεί με την ελάχιστη μειοψηφία των ακραίων, όπως ο προκάτοχός του, ή με την κοινωνία.

Σε κάθε περίπτωση, θα ξεκινήσει με ένα μεγάλο πλεονέκτημα, γιατί εξ ορισμού θα φέρνει μαζί του το νέο και την ελπίδα, αλλά και ένα δύσκολα διαχειρίσιμο μειονέκτημα, το γεγονός ότι οι συγκρούσεις με τα γκρουπούσκουλα στα κόμματα της Αριστεράς είναι πολύ σκληρές, αδυσώπητες και ενίοτε φθάνουν μέχρι τέλους. Οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι οι διαθέσεις είναι άγριες και ίσως είναι καλύτερο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διασπαστεί τώρα και να ακολουθήσει ο καθένας τον δρόμο του προτού διαλυθεί.

Ωστόσο οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ ανοίγουν συνολικά την υπόθεση της Κεντροαριστεράς, με πρώτο ενδιαφερόμενο το ΠΑΣΟΚ. Το ερώτημα «ποιος θα ηγηθεί του πολιτικόυ χώρου» γίνεται πιο άμεσο και πιεστικό απ’ ό,τι υπολόγιζαν στη Χαριλάου Τρικούπη. Παράδειγμα: θα αξιοποιήσει αυτή τη φορά ο Νίκος Ανδρουλάκης τη δεύτερη ευκαιρία που έχει μπροστά του, ή όχι; Απ’ την άλλη, οι διεργασίες στην Κεντροαριστερά θα κρατήσουν χρόνια. Η λογική λέει πως μια τετραετία δεν φθάνει.

Ακόμη κι αν υπάρξουν εύστοχες επιλογές, το ΠΑΣΟΚ από το 12% ή ο ΣΥΡΙΖΑ από το 18% (και εφόσον όλα πάνε καλά) είναι δύσκολο να καλύψουν όλη την απόσταση και να διεκδικήσουν την εξουσία στις επόμενες εκλογές. Αυτό δίνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη τον απαιτούμενο χρόνο να υλοποιήσει το πρόγραμμά του και να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε.

Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να οδηγήσει τη σημερινή κυβέρνηση σε λάθη ή αλαζονικές συμπεριφορές. Εχει αποδειχθεί ότι ο μεγάλος αντίπαλος κάθε κυβέρνησης δεν είναι η αντιπολίτευση, αλλά η κοινωνία. Και μπορεί η κοινωνία να «φύγει» αμέσως, κι ας μην ξέρει για πού. Ακόμη και για τα άκρα.