Με μία αναμενόμενη, αναγκαία και ανοιχτή ως προς την έκβασή της απόφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζεται να παρατείνει για έναν ακόμη χρόνο την προσωρινή άρση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να καλύψει και το 2022.
Η οικονομική λόγω πανδημίας κρίση συνεχίζεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε 6,8% του ΑΕΠ της το 2020 και δεν αναμένεται να επιστρέψει σε προ πανδημίας επίπεδα πριν από τα μέσα της επόμενης χρονιάς, η ανεργία ξαναπήρε την ανηφόρα και πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δεν έχουν ακόμα αρχίσει να εκταμιεύονται, πόσο μάλλον να δίνουν αποτέλεσμα: υπ’ αυτά τα δεδομένα, οποιαδήποτε άλλη απόφαση θα έμοιαζε αυτοκτονική, για μια Ένωση που κλυδωνίζεται αλλά, μέχρι στιγμής, αντέχει.
Η «λύση» της προσωρινής εξαίρεσης μοιάζει σολομώντεια και πάντως είναι κλασικά «ενωσιακή»: το τεχνικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται χωρίς να δίνεται η εντύπωση ότι αλλάζουν δομές και θεσμοί –κάτι που, αν συνέβαινε, ακόμα κι αν απλώς υπονοούνταν, θα δημιουργούσε παβλοφικές αλλά και πολιτικές αντιδράσεις από χώρες και κόμματα της ευρωπαϊκής σκηνής.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας (ας ξεχάσουμε το «Ανάπτυξης») είναι ένα τοτέμ, η Γερμανία έχει σύντομα εκλογές και θα αλλάξει ηγέτη, η «κεντροδεξιά» παραμένει πλειοψηφική και αλλεργική σε «αναθεωρήσεις» του κυρίαρχου –οικονομικού κυρίως- δόγματος: για πολλοστή φορά ο πειρασμός να λειτουργήσει η Ένωση στο βραχύ χρόνο, υποδυόμενη συγχρόνως ότι κατά βάθος τίποτα δεν αλλάζει, παραείναι ισχυρή για να παραμερισθεί. Το γεγονός ότι ο σημερινός Επίτροπος Οικονομικών, ο Ιταλός Πάολο Τζεντιλόνι, είναι ένας πεπεισμένος κεϋνσιανός σοσιαλδημοκράτης, δεν αρκεί για να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων –μπορεί ωστόσο να είχε σχέση με τη συνοδευτική εξαγγελία ότι, ακόμα και όταν η πλήρης εφαρμογή του Συμφώνου επανέλθει, θα πρέπει να προβλεφθεί η μεγαλύτερη δυνατή «ευελιξία» (κωδική λέξη της βρυξελιανής διαλέκτου για «ειδικές εξαιρέσεις»).
Ωστόσο, όσο κι αν η στρουθοκάμηλος βάζει το κεφάλι της στην άμμο, η αμμοθύελλα συνεχίζεται, αλλάζει το τοπίο και θα πρέπει κάποια στιγμή να αντιμετωπιστεί με ανοιχτά μάτια. Η νέα οικονομική και πολιτική πραγματικότητα είναι ότι, μέσα από τις δύο απανωτές κρίσεις –χρέους και πανδημίας- αλλά και λόγω αλλαγής, που δεν οφείλεται μόνο στις κρίσεις, βασικών δεδομένων –εξάντληση δυνατοτήτων επέμβασης κεντρικών τραπεζών, εμφάνιση νέων προτεραιοτήτων, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ενίσχυση της απασχόλησης, ανατροπή γεωπολιτικών συσχετισμών και πίεση στη δημοκρατία-, έχει φανεί ότι τόσο η θεωρητική προσέγγιση, όσο και τα θεσμικά εργαλεία (το περίφημο toolkit) της κοινής οικονομικής πολιτικής, και πάντως σίγουρα η ύπαρξη του Συμφώνου Σταθερότητας, στη σημερινή μορφή του, ως θεμέλιου λίθου του όλου συστήματος, είναι ξεπερασμένα. Μετράμε χρέη και ελλείμματα με προκαθορισμένους αριθμούς και ανυπέρβλητα κατώφλια, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή, όπως και η παγκόσμια, οικονομία έχει ανάγκη προωθητικής δυναμικής, νέων μέσων, πιο κοινής και πιο πολιτικής λειτουργίας.
Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί της Ένωσης ασφαλώς γνωρίζουν και αυτή την αλλαγή και αυτή την ανάγκη. Προς το παρόν ποντάρουν στη λογική των «μικρών βημάτων»: σήμερα εξαίρεση για όλους, αύριο «εξαιρετική» -πάντα- διαφοροποίηση για κάποιους (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, πιθανότητα και Ελλάδα δεν θα έχουν γυρίσει στα προ της πανδημίας οικονομικά επίπεδα ως το τέλος του 2022), μεθαύριο άνοιγμα της συζήτησης για το τι μέλλει γενέσθαι, ώστε να μη δίνουμε την αίσθηση της ακινησίας. Τα εργαλεία για μια τέτοια πορεία υπάρχουν: φέτος το Σύμφωνο Σταθερότητας θα «επανεξετασθεί» (review), κάτι που δεν ισοδυναμεί με πολιτική απόφαση αλλαγής του, επίσης φέτος ξεκινά η κατά βάση επικοινωνιακή άσκηση της «Ευρωπαϊκής Συνέλευσης».
Τι γίνεται όμως με τη δημιουργία, εντός πανδημίας, νέων χρεών, όχι μόνο τραπεζικών –είναι δυνατό να ξανακριθούν με τους παλιούς κανόνες; Η απίστευτα πολύπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων; Τα γραμμένα στο μάρμαρο κριτήρια μια άλλης εποχής; (αυτό ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Η ανεπαρκής και μόνο στα χαρτιά «οικονομική διακυβέρνηση»; Είναι υγιές η μετάβαση στη μετά-την-πανδημία «πράσινη», «ψηφιακή» και «κοινωνική» οικονομία να γίνει με εξαιρέσεις, παρακάμψεις και ημίμετρα; Ο «φάκελος λιτότητα» – απολογισμός της αποτελεσματικότητας της μέσα στην πρώτη κρίση και του παραμερισμού της κατά τη δεύτερη κρίση- δεν θα κλείσει ποτέ οριστικά;
Είναι αλήθεια ότι για τα περισσότερα από τα παραπάνω θα χρειαστούν νέες ρυθμίσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις και αλλαγές Συνθηκών –και πολλοί στην Ένωση συνεχίζουν να ακούν για «ρυθμίσεις» και «αλλαγές» και να αλλάζουν πεζοδρόμιο. Αλλά είναι επίσης αλήθεια, ότι, θέλουμε δεν θέλουμε, έχουμε ήδη αλλάξει όχι μόνο πεζοδρόμιο αλλά δρόμο. Από το πόσο γρήγορα θα το αντιληφθούν οι πολιτικές ηγεσίες, θα κριθεί η πραγματικότητα της ανάκαμψης. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε: τα δύσκολα της οικονομίας θα έρθουν όταν πάψουν τα «προσωρινά» μέτρα, τότε θα πρέπει να είναι έτοιμο, όχι να αρχίσει να συζητείται, ένα πλαίσιο προσαρμοσμένο στις δυσκολίες και τις ανάγκες της εποχής. Άρα η στιγμή της μεταρρύθμισης –της συγκρότησης μιας πραγματικής «Δημοσιονομικής Ένωσης» (Fiscal Union) – είναι τώρα.