O Νίκος Ανδρουλάκης και ο Χάρης Δούκας προχώρησαν στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών. Αυτό που ήδη ξέρουμε από τις προεκλογικές τοποθετήσεις τους είναι η σύμπνοιά τους σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης διαφορετικό από αυτό που ακολουθεί η κυβέρνηση σήμερα.
Ολοι τους προκρίνουν ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κι αυτό, πέραν του ότι είναι το μόνο μοντέλο που ταιριάζει στη χώρα, είναι και αναγκαίο αυτή τη στιγμή τόσο για την αύξηση της παραγωγής όσο και για τη δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εστίασε στην αύξηση του κύρους της Ελλάδας στο εξωτερικό μετά την έξοδο από τα μνημόνια, στη δημοσιονομική σταθερότητα, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, στη δημιουργία μιας αίσθησης ασφάλειας για τους ξένους οίκους αξιολόγησης και την αποδοχή των μεγάλων ξένων επενδυτικών funds. Οι επιλογές αυτές ήταν αναγκαίες μετά τα μνημόνια και η κυβέρνηση πέτυχε σε σημαντικό βαθμό τους στόχους της. Πήρε επανειλημμένως τα εύσημα των ξένων οίκων για το δημοσιονομικό πλεόνασμα, ήρθε χρήμα από το εξωτερικό (αν και όχι για παραγωγικές επενδύσεις) και η εικόνα της χώρας στη διεθνή οικονομική και επενδυτική κοινότητα αποκαταστάθηκε. Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση απέτυχε να μοιράσει δίκαια την ανάπτυξη και οδήγησε το χρήμα του Ταμείου Ανάκαμψης μόνο σε έναν πάρα πολύ μικρό αριθμό πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες, για να λέμε την αλήθεια, καμία ανάγκη δεν το είχαν.
Οι δεκάδες χιλιάδες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν και έχουν μεγάλη ανάγκη στήριξης, όχι μόνο δεν χρηματοδοτήθηκαν, αλλά εξαντλούνται από πλήθος άδικων επιβαρύνσεων που είχαν επιβληθεί με τα μνημόνια για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό και μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δεν τις έχει ακόμη καταργήσει. Οι επιβαρύνσεις αυτές αφαιρούν κάθε ίχνος ρευστότητας από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις οδηγούν στο λουκέτο.
Ταυτόχρονα, το επαχθέστατο μη μισθολογικό κόστος, ένα πλέγμα φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, τελών, χαρτοσήμων κ.λπ., συνεχίζει να επιβαρύνει υπερβολικά τις επιχειρήσεις, να μειώνει το εισόδημα των εργαζομένων και να στρεβλώνει την αγορά εργασίας.
Η στήριξη μόνο των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες σε μια μικρή οικονομία μετριούνται στα δάχτυλα, οδήγησε σε δημιουργία ολιγοπωλίων που συνιστούν καρτέλ και έχουν δημιουργήσει την τραγική κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Εχουμε έναν συνδυασμό κακών προϊόντων και υπηρεσιών σε εξωφρενικά υψηλές τιμές, τη στιγμή που το εισόδημα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η κυβέρνηση ενώ πέτυχε την ικανοποίηση των ξένων οίκων, απέτυχε οικτρά στη διαχείριση των εισοδημάτων, των κερδών και της ευημερίας των πολιτών. Πληθώρα μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκλεισε, έμειναν μόνο καφέ, σουβλατζίδικα και κομμωτήρια και πάρα πολλοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα έγιναν ντελιβεράδες για να επιβιώσουν.
Ολα αυτά σχετίζονται με τις κεντρικές επιλογές της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και, κυρίως, με την επιλογή του καταστροφικού μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθεί επιδιώκοντας, δήθεν, τη δημιουργία πολύ μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων που θα ανταγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο. Τέτοιες ελληνικές επιχειρήσεις είναι τρεις ή τέσσερις και δεν χρειάζονται την κυβερνητική στήριξη, υπήρχαν από πριν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που ευνόησε η κυβέρνηση είναι τοπικά ολιγοπώλια που στραγγαλίζουν την ελληνική αγορά. Και είναι λογικό σε μια μικρή οικονομία να αποτυγχάνει το μοντέλο των μεγάλων επιχειρήσεων και να δημιουργούνται καρτέλ.
Το μόνο που διασφαλίζει τον ανταγωνισμό προς όφελος του καταναλωτή σε μια οικονομία με το μέγεθος της ελληνικής είναι η ύπαρξη πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Και για να ενισχυθούν αυτές και να αναπτυχθούν η κυβέρνηση πρέπει να τις απαλλάξει από τα βάρη της γραφειοκρατίας, να διευκολύνει τη χρηματοδότησή τους και να καταργήσει όλα τα εμπόδια προκειμένου να μπουν νέοι παίκτες στην αγορά.
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, που πρώτος επεσήμανε τον ρόλο των καρτέλ στην ακρίβεια, έχει επανειλημμένως τονίσει ότι χρειάζεται τόνωση του ανταγωνισμού. Στον δικό του τομέα, δηλαδή στο τραπεζικό σύστημα, κινήθηκε ήδη προς αυτή την κατεύθυνση προκαλώντας τη συγχώνευση Αττικής και Παγκρήτιας προκειμένου να δημιουργήσει τον «πέμπτο τραπεζικό πόλο», όπως τον ονομάζει.
Ο ίδιος θεωρεί ότι η νέα τράπεζα θα προσφέρει σημαντικά στον ανταγωνισμό εισάγοντας νέα καταθετικά προϊόντα με καλές αποδόσεις. Βέβαια, το πολύ μικρό μέγεθος της νέας τράπεζας περιορίζει τις δυνατότητές της να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, αλλά καλύτερα να περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι και ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών, όπως είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έχει υποβαθμιστεί από την κυβέρνηση, η οποία προτίμησε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο Μαξίμου και το επιτελικό κράτος. Και αυτό είναι μια λανθασμένη επιλογή διότι καταρρέει το πλαίσιο λειτουργίας του ανταγωνισμού και ευνοούνται τα καρτέλ.
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, του τι θα γίνει στο ΠΑΣΟΚ και του ποιος θα εκλεγεί αρχηγός, είναι θετικό το γεγονός ότι το κόμμα που αναμένεται να εδραιωθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ελπίζει να διεκδικήσει σε κάποια χρόνια την κυβέρνηση εστιάζει σε ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο ταιριάζει στην ελληνική νοοτροπία και εξυπηρετεί τη βιώσιμη ανάπτυξη.