Ασφαλώς για μια κυβέρνηση που έχει μόλις αναβαπτιστεί στη λαϊκή εντολή με 40% και την αξιωματική αντιπολίτευση κάτω από το 20% χωρίς καν αρχηγό, φαντάζει πιο εύκολη η δουλειά της, πιο άνετη η πρωθυπουργία του κ. Μητσοτάκη και σε έναν μεγάλο βαθμό αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αληθές.
Οπως αληθές είναι ότι τέτοια άνεση και απόσταση δεν ξαναείχαν πρωθυπουργός και κυβέρνηση από το 1974, αφού και ο Τσίπρας από τον Σεπτέμβριο του 2015 έμεινε για κάποιους μήνες χωρίς αντιπολίτευση, αλλά είχε, πρώτον, ένα μνημόνιο να εφαρμόσει -αν και ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτό- και, δεύτερον, έναν αντίστοιχο συγκυβερνήτη, τον οποίο πάλι ο ίδιος επέλεξε αντί για κάποιον άλλον φυσιολογικό άνθρωπο και πολιτικό, όπως η Γεννηματά ή ο Θεοδωράκης. Και βεβαίως, λίγο καιρό μετά, έναν πολύ συγκροτημένο αντίπαλο απέναντί του, τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος μερικούς μήνες μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Ν.Δ. την έφερε πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις και ακόμα κυβερνά.
Σε κάθε περίπτωση, με μια γρήγορη ματιά στις προγραμματικές δηλώσεις μπορεί να αντιληφθεί ο αναγνώστης, είτε τον συμπαθεί πολιτικά είτε όχι, ότι ο πρωθυπουργός έχει έναν δομημένο λόγο, σταθερές πολιτικές θέσεις, επέλεξε δε να ανακοινώσει στην αρχή της θητείας σχεδόν όλα όσα είχε προαναγγείλει προεκλογικά μόλις λίγες ημέρες πριν. Δημιουργεί έτσι την εντύπωση -και δύσκολα αμφισβητείται- ότι όσα έλεγε πριν, τα νομοθετεί και τα υλοποιεί και ως πρωθυπουργός ενισχύοντας την αξιοπιστία του, όπλο που προσωπικά θεωρώ ότι του έδωσε και του προσδίδει μέγιστη ασπίδα υπεροχής τόσο σε σχέση με τον πρώην αντίπαλό του, τον κ. Τσίπρα, όσο και από τους υπολοίπους.
Ο κ. Μητσοτάκης λοιπόν από αύριο και με τη λήξη της «τελετής έναρξης» της νέας θητείας, που την αποτελούν συνήθως οι προγραμματικές δηλώσεις, θα βρεθεί αντιμέτωπος με πλείστα όσα προβλήματα, τα οποία σε αδρές γραμμές γνωρίζει και μάλιστα καλά. Γιατί οι φόροι και οι εισφορές, εφόσον ασκείται καλά η οικονομική πολιτική και αντέχει -ή ενισχύεται- η ανάπτυξη, μπορεί να μειώνονται με μια απλή νομοθετική ρύθμιση.
Αλλά, για παράδειγμα, το συμμάζεμα της Υγείας και του ΕΣΥ απαιτεί σχέδιο και εναρμονισμένη δουλειά πολλών ανθρώπων, ρήξεις με κατεστημένα όλων των παρατάξεων και πολύ δύσκολες αποφάσεις. Στην Παιδεία είναι ωραίες οι καινοτόμες δράσεις με τους διαδραστικούς πίνακες και την ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης, αλλά καλό θα ήταν τα κτίρια να βελτιωθούν ή να αλλάξουν, να μη θυμίζουν 80s, και οι μαθητές να μην πηγαίνουν ακόμα σε τούρκικες τουαλέτες.
Η Δικαιοσύνη επίσης δεν απονέμεται σε περίπου μία επταετία, γιατί όλοι ξέρουν ότι δεν πρόκειται περί δικαιοσύνης, ούτε γίνεται να διαφημίζουμε το «ψηφιακό διαζύγιο», το οποίο αν δεν περάσεις από τον συμβολαιογράφο δεν το παίρνεις ποτέ.
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, εντοπίζεται και «ψηφιακή γραφειοκρατία», η οποία μπορεί να είναι και χειρότερη από την κανονική. Για παράδειγμα, προσπαθήστε να συμπληρώσετε την ηλεκτρονική φόρμα-πλατφόρμα ένταξης στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης χρεών και αν τα καταφέρετε και δεν σας απορρίψει… ειδοποιήστε και τους αρμοδίους. Χαμένος χρόνος και φυσικά πολλά χρήματα για το Δημόσιο.
Στα τρέχοντα, φλέγοντα ζητήματα της ακρίβειας, επίσης, η κυβέρνηση έριξε το βάρος της και σωστά στη συγκράτηση των τιμών στα τρόφιμα με το «καλάθι του νοικοκυριού», το Food Pass, αλλά της διέφυγε τι συμβαίνει σήμερα, ας πούμε, στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια. Οι ακτοπλόοι άφησαν τις ίδιες τιμές με πέρυσι στα ναύλα, ενώ τα καύσιμα που χρησιμοποιούν έπεσαν σε σχέση με το 2022 κατά 40%-45%!
Δεν γνωρίζω πώς μπορεί αυτό το απαράδεκτο και ακραίο φαινόμενο «αρπαχτής» από μια χούφτα επιχειρηματίες να αντιμετωπιστεί, γιατί αγορανομικές διατάξεις δεν υπάρχουν πια, αλλά είμαι σίγουρος ότι ένα κράτος κάτι μπορεί να κάνει. Γιατί έτσι υποφέρει ο Ελληνας πολίτης και δυσφημείται φυσικά ο τουρισμός.
Τα προβλήματα της καθημερινότητας είναι πάρα πολλά και φυσικά εξίσου μεγάλα και τα ζητήματα που απαιτούν διαρθρωτικές αλλαγές στη χώρα. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στην τετραετία που πέρασε, ειδικά τα προβλήματα της καθημερινότητας, όπως εκείνα που δημιούργησαν η πανδημία αλλά και η ενεργειακή κρίση, ήταν ακριβώς αυτά που ανέδειξαν τον κ. Μητσοτάκη σε κυρίαρχο του παιχνιδιού επειδή κατάφερε να τα αντιμετωπίσει.
Αυτό θα πρέπει να κάνει και τώρα, γιατί ο αντίπαλός του είναι όλα τα μεγάλα προβλήματα και ο αντίπαλος αυτός είναι πολύ πιο δύσκολος και σκληρός από την αντιπολίτευση που είχε και θα έχει από εδώ και στο εξής.