Ούτε για τους δύο πρωταγωνιστές της έντασης, ούτε για την κυβέρνηση, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και, το κυριότερο, ούτε για τη χώρα στον βαθμό που ο κρίσιμος ελληνοτουρκικός διάλογος βρίσκεται στο επίκεντρο της εμφύλιας αντιπαράθεσης.
Η σχέση Μητσοτάκη και Σαμαρά έχει μακρά και σύνθετη ιστορία. Από τα πρώτα χρόνια της πολιτικής τους πορείας μέχρι την περίοδο που ο Σαμαράς έγινε πρωθυπουργός και ο Μητσοτάκης ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας υπήρχαν πάντα στοιχεία έντασης αλλά και περίοδοι τέλειας συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης. Μην ξεχνάμε ότι ο Σαμαράς στήριξε τον Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές της Ν.Δ., αλλά και ο σημερινός πρωθυπουργός στα πρώτα χρόνια της θητείας του στο Μέγαρο Μαξίμου περιέβαλε τον… πρώην με σεβασμό σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο.
Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τι συνέβη και αυτή η σχέση διερράγη επικίνδυνα. Πολλές οι φήμες και ακόμη περισσότερα τα σενάρια για συμφωνίες που δεν τηρήθηκαν. Οι δύο πλευρές έχουν τις… δικαιολογίες τους, αλλά και τα επιχειρήματά τους, τα οποία αρχίζουν από τις προσωπικές διαφορές και φτάνουν μοιραία στις πολιτικές διαφωνίες, όπως τον γάμο των ομοφύλων ή τον διάλογο με την Τουρκία.
Η σύγκρουση εκδηλώθηκε και από τις δύο πλευρές με τραχύ τρόπο που δεν συνάδει με το κλίμα που πρέπει να επικρατεί εντός της παράταξης. Σίγουρα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν υπήρχε μεγαλύτερη διάθεση για διάλογο και συμβιβασμό. Η Ιστορία έχει δείξει ότι η πολιτική δεν χρειάζεται σκληρές αντιπαραθέσεις για να παραχθούν αποτελέσματα· αντίθετα, χρειάζονται στρατηγική σκέψη και συνεργασία.
Οι δύο ηγέτες της Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσαν να είχαν εστιάσει σε κοινούς στόχους και να προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις που η χώρα έχει ανάγκη, αντί να ασχολούνται με αντιπαραθέσεις που πλήττουν περαιτέρω την εικόνα του κόμματος σε μια περίοδο όπου όλα δείχνουν ότι αρχίζουν τα δύσκολα της δεύτερης κυβερνητικής θητείας. Ταυτόχρονα έρχονται στην επιφάνεια παλαιές προσωπικές αντιπαλότητες που όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στον δημόσιο διάλογο, αλλά και αποδυναμώνουν τη συνοχή της παράταξης και τη δυναμική της Νέας Δημοκρατίας.
Η Νέα Δημοκρατία, ως κόμμα που βάδισε χωρίς αντίπαλο τα τελευταία χρόνια, εξαρτάται τώρα από την ενότητα και τη συνεννόηση μεταξύ των κορυφαίων στελεχών της. Αυτού του είδους οι συγκρούσεις δημιουργούν εντάσεις στις τάξεις των απλών ψηφοφόρων και ενισχύουν την εικόνα μιας διχασμένης παράταξης. Παράλληλα, δίνουν πάτημα στους πολιτικούς αντιπάλους να εκμεταλλευτούν την έλλειψη ενότητας και να αμφισβητήσουν την ικανότητα της κυβέρνησης. Αν αυτή η αντιπαράθεση συνεχιστεί, θα αφήσει σημάδια τόσο εντός του κόμματος όσο και στην ευρύτερη κεντροδεξιά παράταξη.
Οι ψύχραιμοι παρατηρητές της σύγκρουσης αναδεικνύουν την ανάγκη για περισσότερη ωριμότητα και υπευθυνότητα και από τις δύο πλευρές. Η υπενθύμιση των παλαιών αντιπαραθέσεων είναι περιττή και αποτελεί μια σύγκρουση αχρείαστη, που θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί ή να σταματήσει άμεσα. Η κυβέρνηση, η Νέα Δημοκρατία και η Ελλάδα χρειάζονται σταθερότητα και ενότητα, ειδικά σε μια εποχή με πολλές προκλήσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και γι’ αυτό οι προσωπικές διαφορές πρέπει να μπαίνουν στην άκρη.
Ηρθε η ώρα οι δύο πλευρές να ξανασκεφτούν την επόμενη μέρα και να επιστρέψουν στην πρόσφατη καλή εποχή και όχι στην… παλιά της δεκαετίας του ’90. Ο πρώην και ο νυν ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να τραβήξουν πίσω τους… καλοθελητές, επιδιώκοντας να γεφυρώσουν τις διαφορές και να επικεντρωθούν στα ουσιώδη. Το να διαφωνούν πολιτικά είναι θεμιτό, αλλά το να χάνουν το κοινό ιδεολογικό όραμα για τη χώρα είναι κάτι τελείως διαφορετικό.
Τα πράγματα στην πολιτική αλλάζουν πολύ γρήγορα, όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, και αλίμονο αν δεν το καταλαβαίνουν. Οι εσωκομματικές διαφορές στην κυβερνητική παράταξη είναι μια επικίνδυνη ιστορία, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία. Αν κάτι πάει στραβά, πρώτοι θα την πληρώσουν οι ίδιοι.