Εντάξει, ο Μητσοτάκης έχει πλεονέκτημα, όπως και ο εκάστοτε πρωθυπουργός, γιατί γνωρίζει πότε τελειώνει ο προεκλογικός μαραθώνιος που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη.
Με άλλα λόγια, εκείνος θα επιλέξει πότε θα στηθούν οι κάλπες, υποθέτω με βασικό κριτήριο ποια θα είναι η ευνοϊκότερη ημερομηνία για τον ίδιο και την κυβέρνηση, ώστε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και να πάει στον «δεύτερο γύρο» με όσο καλύτερες προϋποθέσεις γίνεται. Αλλωστε και ο Τσίπρας το ίδιο έπραξε τον Σεπτέμβριο του 2015 και τον Ιούλιο του 2019. Την πρώτη φορά τα κατάφερε με επιτυχία, τη δεύτερη βούλιαξε, αλλά και οι δύο ήταν επιλογές του.
Ο Μητσοτάκης έχει να επιλέξει ανάμεσα σε πολλές ημερομηνίες. Και την 5η Μαρτίου και την 26η Μαρτίου και των Βαΐων και τον Μάιο, ακόμη και η 9η Ιουλίου είναι μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες. Οι πληροφορίες από το Μαξίμου λένε ότι τις ημέρες των Χριστουγέννων θα πάρει τις τελικές αποφάσεις και θα οργανώσει τεχνικά, πολιτικά και επικοινωνιακά την τελική διαδρομή προς τις κάλπες.
Πολλοί είναι εκείνοι που προβλέπουν ότι «δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά», με το επιχείρημα ότι βρισκόμαστε ήδη σε φουλ προεκλογική περίοδο και άρα δεν θα έχει τις απαραίτητες πολιτικές και… οικονομικές αντοχές για να φτάσει στην άνοιξη. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, «αφού έδωσε τα Χριστούγεννα το βοήθημα των 600 ευρώ στους αστυνομικούς και τους λιμενικούς, μπορεί πάει τις εκλογές μετά το Πάσχα;».
Επίσης, αφού όλες οι οικονομικές ενισχύσεις είναι προγραμματισμένο να δοθούν στους δικαιούχους (συνταξιούχους, ευάλωτα νοικοκυριά, αγρότες) μέσα στον χειμώνα, ποιος από αυτούς θα το… θυμάται την άνοιξη όταν θα βρεθεί πίσω από το παραβάν; Και ακόμη, από τον περασμένο Μάιο ο πρωθυπουργός είχε πει ξεκάθαρα ότι η χώρα και η οικονομία δεν αντέχουν «το τοξικό κλίμα που καλλιεργεί η αντιπολίτευση και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ». Για πόσο ακόμη μπορεί να συνεχίσει;
Οσοι επιμένουν για γρήγορες εκλογές, με βάση την παραπάνω επιχειρηματολογία νομίζω ότι κινούνται σε λάθος κατεύθυνση. Η προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή για τις παρακολουθήσεις, που ολοκληρώθηκε χωρίς να προσκομιστούν νέα στοιχεία από την πλευρά της αντιπολίτευσης που να τεκμηριώνουν τις καταγγελίες της, μπορεί να χαρακτηριστεί κομβικής σημασίας.
Αφού επί πέντε μήνες δεν υπήρξαν νέα στοιχεία, δύσκολα θα «ανακαλυφθούν» από εδώ και πέρα, αλλά ακόμη και να βρεθούν, ελάχιστοι πιστεύουν ότι θα είναι αρκετά για να επιταχύνουν τις πολιτικές εξελίξεις. Φυσικά το θέμα των υποκλοπών θα παραμείνει μέχρι τέλους ως στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης και θα την καθιστά τοξική, πλην αδιάφορη για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Και από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιμετωπίσει τις συγκλονιστικές μαρτυρίες στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι, αλλά και δύο Ειδικά Δικαστήρια με κατηγορούμενους τον Νίκο Παππά και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, επιφανή στελέχη της κυβέρνησης Τσίπρα. Δυστυχώς, κανείς δεν γλιτώνει από το παρελθόν του.
Βρισκόμαστε ήδη σε προεκλογική περίοδο και οι δύο βασικοί διεκδικητές της εξουσίας κινούνται από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο με συνεχείς περιοδείες. Από τη μία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον αέρα της υπεροχής στις δημοσκοπήσεις και στόχο την αυτοδυναμία. Ο δύσκολος χειμώνας πλησιάζει στο μέσον του, τα προβλήματα μεγάλα, αλλά όλα δείχνουν ότι θα αποφύγουμε την καταστροφή.
Η ανάπτυξη της οικονομίας κινείται κοντά στις προβλέψεις (παρά την αστοχία του γ’ τριμήνου), τα φορολογικά έσοδα ξεπερνούν κάθε προσδοκία, το ενεργειακό κόστος δεν έχει ξεφύγει εντελώς, ο πληθωρισμός είναι κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και το «καλάθι του νοικοκυριού» λειτουργεί ενισχυτικά για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια σαρώνει τα πάντα. Ολα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη φορολόγηση των υπερκερδών στα διυλιστήρια και την ενέργεια, επιτρέπουν στον Μητσοτάκη σε κάθε περιοδεία να εξαγγέλλει και κάποια οικονομική βοήθεια προς αδύναμους και αδικημένους. Αν κρίνουμε και από τις πληροφορίες που δημοσίευσε την Κυριακή 11-12-2022 το «ΘΕΜΑ», αυτό μπορεί να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη. Το «καλάθι των εκλογών» έχει μέλλον.
Και από την άλλη πλευρά ο Αλέξης Τσίπρας, με το άγχος του 25%, επαναλαμβάνει τον εαυτό του σε κάθε εμφάνιση, αντιπολιτευόμενος επί παντός του επιστητού, αλλά αρνούμενος να δεχθεί ότι η κοινωνία κοιτάζει αλλού. Με τα επιχειρήματα και τις ιδεοληψίες του 3% δεν μπορείς να διεκδικείς το 35% των ψήφων και την εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος πιστεύετε ότι μπορεί να αντέξει καλύτερα τη μακρά προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας;