Δυστυχώς στη ζωή η φράση «και μη χειρότερα» πολλές φορές επαληθεύεται, μοιάζει σαν ψέμα, αλλά συχνά συμβαίνει. Ο,τι δεν κατάφερε, λοιπόν, να διαλύσει μια πανδημία με εκατομμύρια νεκρούς σε όλο τον κόσμο… παλεύει να το πετύχει η παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Μια «κρίση-τέρας» που έφερε, σε συνδυασμό με τον πόλεμο, πληθωριστική έκρηξη τύπου 1980, επισιτιστικό πρόβλημα και εντέλει απειλεί με νέα παγκόσμια ύφεση που ξανάρχεται με φόρα έναν χρόνο μετά από εκείνη που βιώσαμε με τον κορωνοϊό.
Μπήκαμε σε μια νέα μεγάλη περιπέτεια η οποία αυτή τη φορά έχει επίκεντρο την Ευρώπη, αφού εδώ είναι ο πόλεμος και εδώ συμβαίνει η μέγιστη ενεργειακή κρίση, με όλη την ήπειρο πλην Γαλλίας να εξαρτάται πλήρως από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Ένα τέτοιο τεράστιο πρόβλημα, με πληθωρισμό περί το 8% και ακρίβεια εκκινούμενη από το ρεύμα και το φυσικό αέριο (έχουν πενταπλασιαστεί οι τιμές τους), που διαχέεται παντού, από το πιο φτωχό νοικοκυριό ως τη μεγαλύτερη βιομηχανία, δεν μπορεί να αφήσει αλώβητο το πολιτικό σκηνικό. Πουθενά στον κόσμο. Ούτε στην Ευρώπη, ούτε στην Ελλάδα αντέχεται τέτοια εισοδηματική ανατροπή, τουλάχιστον για τη μεσαία και κατώτερη εισοδηματικά τάξη. Δεν παίζει να θέλεις να πληρώνεις ένα ποσό που αντιστοιχεί με ένα νοίκι επιπλέον για το ρεύμα και το σούπερ μάρκετ του μήνα αν είσαι ένας μεσαίος μισθωτός ή συνταξιούχος.
Η έκρηξη της ακρίβειας -για όσο διαρκεί- ισοδυναμεί σχεδόν με ένα νέο μνημόνιο για τις τσέπες της μεσαίας τάξης και αυτό είναι δυσβάσταχτο και δημιουργεί οργή και αγανάκτηση, ασχέτως αν η πλειοψηφία των πολιτών δεν το χρεώνει στην κυβέρνηση και αντιλαμβάνεται ότι είναι ένα γεγονός που προέρχεται από εξωγενείς παράγοντες. Τούτο φαίνεται γιατί την όποια φθορά της κυβέρνησης δεν την καρπούται ο ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει σχεδόν «ακούνητος» ή κερδίζει δέκατα της μονάδας και πάντως βρίσκεται σταθερά 8 με 10 μονάδες πίσω από την κυβέρνηση.
Παρά ταύτα το πολιτικό σκηνικό επηρεάζεται και ο πρώτος που με ειλικρίνεια και παρρησία το παραδέχτηκε και το αποδέχεται είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο κ. Μητσοτάκης προχθές το ομολόγησε ενώπιον του πλέον θεσμικού προσώπου της χώρας και μάλιστα on camera. Είπε στην Πρόεδρο κυρία Σακελλαροπούλου ότι η χώρα πρέπει να προετοιμαστεί για παρατεταμένη αστάθεια και μάλιστα υπογράμμισε ότι «η σκέψη μας είναι στους ανθρώπους που μένουν στο νοίκι και στους χαμηλοσυνταξιούχους». Λίγες ημέρες νωρίτερα ο πρωθυπουργός, με μια ομολογουμένως αιφνιδιαστική κίνηση (για όσους γνώριζαν τις σκέψεις και την προετοιμασία του επιτελείου του), ανήγγειλε δημοσίως το τέλος της αλλαγής του εκλογικού νόμου που με ένα επιπλέον μπόνους εδρών θα έδινε τη δυνατότητα στο πρώτο κόμμα να σχηματίσει πλειοψηφία, ακόμα και με ποσοστά κάτω από το +38% που απαιτεί ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος. Ταυτοχρόνως ο κ. Μητσοτάκης στην ίδια ομιλία του άνοιξε διάπλατα την πόρτα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, αφού και ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι με τέτοια ακρίβεια μια κυβέρνηση -φταίει δεν φταίει- δύσκολα θα φτάσει με αυτόν τον εκλογικό νόμο σε τόσο υψηλό ποσοστό όσο εκείνο του 2019. Είπε βεβαίως, ως όφειλε, και ότι θα κάνει εκλογές στο τέλος, δηλαδή το καλοκαίρι του 2023, αλλά προσωπικά πολύ αμφιβάλλω ότι μια κυβέρνηση μπορεί να βγάλει και δεύτερο χειμώνα με τέτοια ακρίβεια και πληθωρισμό.
Και έτσι, λοιπόν, εισήλθαμε σε μια νέα πολιτική φάση, την οποία ίσως, ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε λόγω της καταλυτικής ισχύος που παίζει η ακρίβεια σε οποιοδήποτε εκλογικό σώμα.
Ίσως και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης να την άνοιξε επί σκοπόν σε μια λογική καθαρών λύσεων που είχε ακολουθήσει στο παρελθόν ο Σημίτης και εκτιμήθηκε τότε από την κοινή γνώμη.
Ο πρωθυπουργός θέτει το δίλημμα ξεκάθαρα πλέον της σταθερής πολιτικής διακυβέρνησης και όχι την αυτοδυναμία του ως αυτοσκοπό. Αν ήθελε θα «πείραζε» τον εκλογικό νόμο και αν και πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να περάσει κάτω από τον (νέο) πήχη που θα έβαζε, θα βρισκόταν πιο εύκολα στην αυτοδυναμία. Άλλωστε και οι σημερινές (παρά τη δυσμενή πολιτική συγκυρία) δημοσκοπήσεις τον δείχνουν κοντά στο 31%-32%, με αναγωγή επί των εγκύρων και στην περιοχή του 35%-36% με αναγωγή επί των αναποφάσιστων ψηφοφόρων.
Προφανώς ο κ. Μητσοτάκης σε μια τόσο κρίσιμη για τη χώρα συγκυρία αντιλαμβάνεται ότι ή θα πρέπει να έχει ξεκάθαρη εντολή από τον λαό για να κυβερνήσει μόνος του ή, αν δεν την έχει, θα πάει να σχηματίσει κυβέρνηση με το ΚΙΝ.ΑΛ. «Ας αποφασίσει ο λαός αν θέλει ένα κόμμα να κυβερνήσει ή περισσότερα από ένα», είπε μόλις την προηγούμενη Τρίτη. Βελόπουλος στο σκηνικό δεν υπάρχει, αλλά και να υπήρχε τελείωσε λόγω φιλορωσικών θέσεων.
Οι εμπειρίες από τις συγκυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα είναι κακές, είτε αυτές είχαν πολιτικούς είτε τεχνοκράτες να κυβερνούν. Αντίθετα, στην Ευρώπη η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών-μελών (21 από τις 27) κυβερνώνται από περισσότερα του ενός κόμματα. Πρωθυπουργοί σε αυτές γίνονται κατά συντριπτική πλειοψηφία οι αρχηγοί του πρώτου κόμματος (στις 19 από τις 21 χώρες).
Τα πολιτικά σενάρια, λοιπόν, μόλις άνοιξαν για τη νέα φάση διακυβέρνησης που φαίνεται να ξημερώνει. Αρκεί να δει κανείς έναν πολύ ενδιαφέροντα πίνακα με τις έδρες που «δίνουν» οι τέσσερις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αφού βέβαια γίνει και η αναγωγή των αναποφάσιστων (ρεπορτάζ σήμερα στο «Πρώτο Θέμα» του Γρηγόρη Τζιοβάρα). Από την πρώτη εκλογική Κυριακή μπορεί η Ν.Δ. με το
ΚΙΝ.ΑΛ. να σχηματίσουν άνετα κυβέρνηση με 160 έδρες μέχρι να… βρεθούμε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ., Βαρουφάκη.
Λέτε μόλις να άνοιξε το τρελοκομείο;