Ομολογώ ότι ποτέ μου δεν κατάφερα να κατανοήσω τον ελληνικής εμπνεύσεως όρο «μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Σε όλες τις δυτικές οικονομίες υπάρχουν οι μικρές, οι μεσαίες και οι μεγάλες επιχειρήσεις των οποίων βεβαίως το μέγεθος διαφέρει ανάλογα με το μέγεθος της εθνικής οικονομίας στην οποία λειτουργούν. Λογικό είναι μία μικρή επιχείρηση στις ΗΠΑ να είναι πολύ μεγαλύτερη από μία μικρή επιχείρηση στην Πορτογαλία, με όποιον τρόπο και αν μετρήσουμε το μέγεθος της επιχείρησης, είτε με τον αριθμό των απασχολουμένων σε αυτήν, είτε με τον κύκλο εργασιών της.
Στην Ελλάδα όμως, πέραν των προαναφερθεισών κατηγοριών, έχουμε και τις περίφημες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), οι οποίες μάλλον αποτελούν μία ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς να προσδιορίζεται ο τρόπος ή τα μεγέθη βάσει των οποίων αυτές κατατάσσονται στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Ο Πρωθυπουργός στο παρελθόν σε ομιλία του στον ΣΕΒ ετόλμησε να αμφισβητήσει τον περίφημο μύθο περί ΜΜΕ οι οποίες διαχρονικά δοξάζονται ότι αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας». Φέτος ο Κεντρικός Τραπεζίτης κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και τόνισε ότι βασική αδυναμία αποτελεί το διαχρονικά μικρότερο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Αυτό το συνεχώς επαναλαμβανόμενο κλισέ, περί της σημασίας των ΜΜΕ, αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους μύθους γύρω από την ελληνική οικονομία, και το προβάλλουν κατά κόρον όλοι οι λαϊκιστές πολιτικοί, δεξιοί και αριστεροί. Βλέπετε, οι πάσης φύσεως μικρομεσαίοι αποτελούν πολύτιμη εκλογική πελατεία την οποίαν όλοι έσπευδαν να κολακεύουν.
Αν όμως οι ΜΜΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τότε η οικονομία μας πάσχει από κύφωση η οποία πρέπει επειγόντως να θεραπευθεί. Και η μόνη ενδεικνυόμενη θεραπεία είναι η παροχή φορολογικών και πιθανώς άλλων κινήτρων, προς συνένωση ομοειδών ΜΜΕ, με σκοπό τη δημιουργία μεγαλυτέρων επιχειρήσεων οι οποίες θα είναι πιο ανταγωνιστικές στο διεθνοποιημένο και άκρως ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον.
Πέρυσι ψηφίσθηκε ο Ν4935/22 για την προώθηση των συγχωνεύσεων μικρών επιχειρήσεων με μεγαλύτερες, ο οποίος παρέχει φορολογικά κίνητρα υπό μορφήν μείωσης των φορολογικών συντελεστών για 9 χρόνια. Όμως οι ΜΜΕ δεν ανταποκρίθηκαν, με αποτέλεσμα ο Υπουργός Οικονομικών να δηλώνει ότι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας αποδεικνύεται πιο δύσκολη στην πράξη, ακόμη και από την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η ελληνική οικονομία είναι μία από τις μικρότερες της ευρωζώνης με αποτέλεσμα να διαθέτει μία πολύ μικρή εσωτερική αγορά. Άρα οι επιχειρήσεις πρέπει εξ αρχής να έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, πράγμα που δημιουργεί ιδιαίτερες λειτουργικές απαιτήσεις. Βέβαια οι δυσκολίες είναι πολλές. Η ελληνική οικονομία λόγω του μικρού μεγέθους της αλλά και ενός άλλου πλήθους παραγόντων, δεν διαθέτει τα επενδυτικά κεφάλαια τα οποία είναι απαραίτητα για τη δημιουργία μεγάλων και ισχυρών επιχειρήσεων. Ένας δεύτερος ανασχετικός παράγων είναι η προβληματική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, το οποίον δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει με επάρκεια τις λειτουργικές ανάγκες αυτού του είδους των επιχειρήσεων.
Τέλος, υπάρχει ένας ακόμη απαγορευτικός παράγων προς δημιουργία μεγαλυτέρων επιχειρήσεων μέσω συγχωνεύσεων, ο οποίος δεν είναι τόσο προφανής αλλά είναι σημαντικός. Και αυτός είναι ο ατομικός ψυχολογικός παράγων. Άκρως καθοριστικός εφόσον μιλάμε για Έλληνες επιχειρηματίες!
Ο κάθε ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης προτιμά να είναι αφεντικό στο μικρό του μαγαζάκι, παρά ένας εκ των μετόχων μιας μεγαλύτερης εταιρίας, όπου δεν θα μπορεί να κάνει ο ίδιος κουμάντο και να απασχολεί τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τον κουμπάρο του. Και κυρίως να φοροδιαφεύγει.
Γιατί άραγε τόσα χρόνια μετά τη χρεοκοπία και τα μνημόνια που υποτίθεται ότι αναδιάρθρωσαν την ελληνική οικονομία, δεν υπάρχουν ακόμη στη χώρα μας εταιρίες ταξί; ή αλυσίδες φαρμακείων; ή εταιρείες υδραυλικών και ηλεκτρολόγων; Αντίθετα, υπάρχουν και αγκομαχούν αναρίθμητες συνοικιακές μπουτίκ ρούχων ή σουβλατζίδικα, και ων ουκ έστι αριθμός μικροβιοτεχνιών που παράγουν από μανταλάκια μέχρι σώβρακα…
Ας δούμε όμως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που καταγράφει με ενάργεια τη μάστιγα του πολυκερματισμού των ελληνικών επιχειρήσεων σε πολλές μικρομεσαίες μονάδες.
Το ελληνικό κρασί!
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει πολλά και καλά κρασιά, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί, και μάλιστα έχει δημιουργηθεί μία βιομηχανία κρασιού, η οποία αγωνίζεται να καθιερωθεί διεθνώς μέσω εξαγωγών. Όμως και αυτός ο κλάδος πάσχει από τη νόσο της πολυδιάσπασης. Μπαίνεις σε μία κάβα ή ένα σουπερμάρκετ και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μία τεράστια ποικιλία οινοπαραγωγών τους οποίους- αν εξαιρέσουμε ελάχιστους παλαιούς, γνωστούς και καθιερωμένους- δεν έχεις ξανακούσει. Και μετά πας σε ένα εστιατόριο όπου σου προτείνουν άλλους Έλληνες οινοπαραγωγούς, τους οποίους επίσης δεν γνωρίζεις, και μάλιστα με πανάκριβες ετικέτες.
Το πράγμα είναι απλό. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί και μικροί (αλλά καλοί) οινοπαραγωγοί, με αποτέλεσμα να παράγονται πολλά κρασιά, τα οποία όμως είναι μη ανταγωνιστικά σε σχέση με τα αντίστοιχα Ιταλικά, Γαλλικά ή Ισπανικά. Ο κάθε Έλληνας μικροπαραγωγός έχει τον δικό του μικρό αμπελώνα, τις δικές του μικρές οινοποιητικές εγκαταστάσεις και γενικά τη δική του μικρή επιχείρηση, με συνέπεια να μην υπάρχουν οικονομίες κλίμακος. Και οι πάμπολλες μάρκες που κάθε τόσο βγαίνουν, να έχουν μικρό χρόνο ζωής και υψηλές τιμές.
Αν όμως κατάφερναν οι πολυάριθμοι Έλληνες μικροπαραγωγοί να συνενωθούν κατά ομάδες και να αποκτήσουν οικονομίες κλίμακος, με όλα τα συνεπαγόμενα οφέλη σε παραγωγή, μάρκετινγκ και τελικά χαμηλότερες τιμές, τότε το ελληνικό κρασί θα θριάμβευε, όπως και του αξίζει.
Έλα όμως που δεν μας αφήνει του Έλληνος ο τράχηλος ο οποίος ιστορικά «ζυγόν δεν υποφέρει».