«Κίνητρα για την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της μεγέθυνσης των ελληνικών επιχειρήσεων θα θεσπίσει η Κυβέρνηση. Το μικρό μέγεθος και η εσωστρέφεια των επιχειρήσεων είναι βασική αδυναμία του ελληνικού παραγωγικού προτύπου».
Αυτά δήλωσε πρόσφατα ο Υπουργός Οικονομικών κ. Κωστής Χατζηδάκης. Ο κ. Χατζηδάκης είναι ένας πολύ καλός υπουργός και επίσης ένας πολύ συμπαθής άνθρωπος και έχει στο ενεργητικό του μεγάλες επιτυχίες, από την εξυγίανση και αποκρατικοποίηση της άκρως προβληματικής Ολυμπιακής Αεροπορίας, μέχρι τη νεκρανάσταση της ΔΕΗ, η οποία ευρίσκετο υπό πτώχευση πριν από μερικά χρόνια, ενώ τώρα είναι μία υγιής και απολύτως δυναμική εταιρία η οποία πρωταγωνιστεί τις ενεργειακές -και όχι μόνο- εξελίξεις στη χώρα.
Οι προαναφερθείσες δηλώσεις του όμως περί μεγέθυνσης των ελληνικών επιχειρήσεων και περί αλλαγής του ελληνικού παραγωγικού προτύπου, προδίδουν έναν ρομαντισμό και μία αφέλεια, ίσως και μία άγνοια της γραφικής νεοελληνικής πραγματικότητος, δηλ. της λεγόμενης «πιάτσας». Είναι γεγονός ότι η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από τον τεράστιο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων (μμε) ο οποίος αναλογικά είναι ο μακράν μεγαλύτερος στην Ευρώπη. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ότι εδώ και δεκαετίες έχει καλλιεργηθεί ένας περίφημος μύθος, ότι οι μμε αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Μύθος ο οποίος βολεύει και τους λαϊκιστές πολιτικούς, δεξιούς και αριστερούς, οι οποίοι αντλούν ψηφαλάκια από τους μικρομεσαίους, αλλά βολεύει και τους μικρούς επιχειρηματίες οι οποίοι καρπούνται σημαντικών προνομίων και ευνοϊκής μεταχείρισης από το κράτος. Έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι και τελικά οι μμε κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία, συμβάλλοντας στην συντήρηση και παγίωση ενός παραγωγικού μοντέλου για το οποίο όλοι συμφωνούν ότι είναι ξεπερασμένο, αλλά ουδείς μέχρι τώρα έχει αποπειραθεί να αλλάξει.
Υπενθυμίζω ότι η πρώτη επίσημη και έγκυρη αναφορά στο πρόβλημα των μμε ως κυρίαρχης μορφής οικονομικής δραστηριότητας ήταν από την περίφημη επιτροπή Πισσαρίδη, στο Σχέδιο Ανάπτυξης το οποίον είχε εκπονήσει κατ’ εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης, ως ένα είδος συνταγολογίου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό λοιπόν φαίνεται ότι προτίθεται να επιχειρήσει ο κ. Χατζηδάκης διά του Νόμου που ετοιμάζεται να φέρει στη Βουλή. Υπάρχει όμως ένας καθοριστικός και σημαντικότατος παράγων ο οποίος διαφεύγει του ρομαντικού Υπουργού! Πρόκειται για τον ατομικό ψυχολογικό παράγοντα και τη νοοτροπία του μικρομεσαίου Έλληνα επιχειρηματία.
Ο κάθε ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης προτιμά να είναι αφεντικό στο μικρό του μαγαζάκι, παρά ένας εκ των μετόχων μιας μεγαλύτερης εταιρίας, όπου δεν θα μπορεί να κάνει ο ίδιος κουμάντο και να απασχολεί τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τον κουμπάρο του. Πολλώ δε μάλλον δεν θα μπορεί να φοροδιαφεύγει, πράγμα που σήμερα γίνεται κατά κόρον. Γιατί άραγε τόσα χρόνια μετά τη χρεοκοπία και τα μνημόνια που υποτίθεται ότι αναδιάρθρωσαν την ελληνική οικονομία, δεν υπάρχουν ακόμη στη χώρα μας εταιρίες ταξί; ή αλυσίδες φαρμακείων;
Αντίθετα, υπάρχουν και αγκομαχούν αναρίθμητες συνοικιακές μπουτίκ ρούχων ή σουβλατζίδικα, και ων ουκ έστι αριθμός μικροβιοτεχνιών που παράγουν από μανταλάκια μέχρι πουκάμισα… Είναι προφανές ότι ο καθένας προτιμάει να έχει το δικό του μαγαζάκι αντί να συμμετέχει με άλλους σε ένα μεγαλύτερο. Ας δούμε όμως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που καταγράφει με ενάργεια την μάστιγα του πολυκερματισμού των ελληνικών επιχειρήσεων σε πολλές μικρομεσαίες μονάδες.
Το ελληνικό κρασί!
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει πολλά και καλά κρασιά, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί, και μάλιστα έχει δημιουργηθεί μία βιομηχανία κρασιού, η οποία αγωνίζεται να καθιερωθεί διεθνώς μέσω εξαγωγών. Όμως και αυτός ο κλάδος πάσχει από την νόσο της πολυδιάσπασης.
Μπαίνεις σε μία κάβα ή ένα σουπερμάρκετ και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μία τεράστια ποικιλία οινοπαραγωγών τους οποίους- αν εξαιρέσουμε ελάχιστους παλαιούς, γνωστούς και καθιερωμένους- δεν έχεις ξανακούσει. Και μετά πας σε ένα εστιατόριο όπου σου προτείνουν άλλους Έλληνες οινοπαραγωγούς, τους οποίους επίσης δεν γνωρίζεις, και μάλιστα με πανάκριβες ετικέτες.
Το πράγμα είναι απλό. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί και μικροί (αλλά καλοί) οινοπαραγωγοί, με αποτέλεσμα να παράγονται πολλά κρασιά, τα οποία όμως είναι μη ανταγωνιστικά σε σχέση με τα αντίστοιχα ιταλικά, γαλλικά ή ισπανικά. Ο κάθε Έλληνας μικροπαραγωγός έχει τον δικό του μικρό αμπελώνα, τις δικές του μικρές οινοποιητικές εγκαταστάσεις και γενικά τη δική του μικρή επιχείρηση, με συνέπεια να μην υπάρχουν οικονομίες κλίμακος. Και οι πάμπολλες μάρκες που κάθε τόσο βγαίνουν, να έχουν μικρό χρόνο ζωής και υψηλές τιμές.
Αποτέλεσμα; Ο κάθε ταβερνιάρης σου πασάρει ένα κακό και φθηνό χύμα κρασί, και σου κλείνει το μάτι λέγοντας ότι «είναι δικό μου απ’ το βαρέλι», ενώ είναι χύμα από την Ισπανία.
Αν όμως κατάφερναν οι πολυάριθμοι Έλληνες μικροπαραγωγοί να συνενωθούν κατά ομάδες και να αποκτήσουν οικονομίες κλίμακος, με όλα τα συνεπαγόμενα οφέλη σε παραγωγή, μάρκετινγκ και τελικά χαμηλότερες τιμές, τότε το ελληνικό κρασί θα θριάμβευε, όπως και του αξίζει.
Έλα όμως που δεν μας αφήνει του Έλληνος ο τράχηλος ο οποίος -ιστορικά- «ζυγόν δεν υποφέρει».