Είναι λογικό το ενδιαφέρον των πολιτών προεκλογικά να εστιάζει στην οικονομική επιβίωσή τους, η οποία τίθεται σε σκληρή δοκιμασία μέσα σε περιβάλλον ακρίβειας. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι τα κόμματα θα επικεντρωθούν σε ζητήματα φορολογίας, εργασίας, αμοιβών και επιχειρηματικότητας.
Η αναγκαία και χρήσιμη αυτή αντιπαράθεση, όμως, είναι λειψή αν περιορίζεται σε θέματα διαχείρισης και δεν εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Είναι απαραίτητος περισσότερο από ποτέ ένας εθνικός οικονομικός σχεδιασμός για τη δομή της ελληνικής οικονομίας και τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον.
Η συγκριτική θέση της χώρας μας στη διεθνή αγορά έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ τα καμπανάκια για το έλλειμμα με το εξωτερικό (εμπορικό έλλειμμα και έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών) χτυπάνε και πάλι, δείχνοντας ότι η ελληνική οικονομία είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε αναταράξεις, απροετοίμαστη για τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται διεθνώς, και βρίσκεται ξανά σε προθάλαμο κρίσης. Το γεγονός ότι το ζήτημα του δημόσιου χρέους είναι ρυθμισμένο έως το 2030, με τις αποφάσεις που ελήφθησαν το 2018, δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό, αλλά αντίθετα σε συναγερμό για να αξιοποιηθεί αυτή η τελευταία ευκαιρία.
Και τούτο μπορεί να γίνει μόνο με ένα μακροχρόνιο σχέδιο το οποίο θα προκύψει από μια εθνική πολιτική και κοινωνική συνεννόηση που θα καταλήξει σε «πέντε πράγματα» τα οποία πρέπει να γίνουν. Κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να συνεχίζει τα έργα της προηγούμενης στα θέματα αυτά.
Το εγχώριο πολιτικό σύστημα, όμως, ποτέ δεν… διέπρεψε σε θέματα σχεδιασμού, και μάλιστα μακροχρόνιου, ενώ βασική μέριμνα κάθε νέας κυβέρνησης ήταν να ανατρέψει τα έργα της προηγούμενης και όχι να τα συνεχίσει, με λίγες μόνο εξαιρέσεις.
Το τελευταίο σχέδιο που εφαρμόστηκε ήταν «εισαγόμενο», για τη δημιουργία του κοινού νομίσματος και της Ευρωζώνης, το οποίο υιοθετήθηκε από τη συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων και των πολιτών. Η ελληνική σκοπιμότητα ήταν κυρίως πολιτική, ήτοι να συμμετάσχει η Ελλάδα ισότιμα στο κλαμπ των ισχυρών, ώστε να συνδιαμορφώνει τις εξελίξεις, παρά τις όποιες επιφυλάξεις υπήρχαν τότε για τα οικονομικά μειονεκτήματα της πρόσδεσης μιας ανίσχυρης οικονομίας σε ένα νόμισμα που ευνοεί τις ισχυρές.
Η πτώχευση του 2010 έδειξε, όμως, ότι η πολιτική ισοτιμία και η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη είναι έννοιες πολύ σχετικές, ενώ εφαρμόστηκε ξανά εισαγόμενο σχέδιο, με τα μνημόνια. Η σκοπιμότητα των τελευταίων, βέβαια, ήταν η αποπληρωμή των δανεικών και όχι η μετεξέλιξη της Ελλάδας σε μια «οικονομία της γνώσης», η οποία θα ανταγωνιζόταν τις άλλες ευρωπαϊκές. Σημειωτέον ότι η μετατροπή της χώρας σε οικονομία της γνώσης είναι ένας στόχος που υιοθετούν ρητορικά σχεδόν όλες οι πολιτικές παρατάξεις – και ορθά, αφού οι Ελληνες διαχρονικά επενδύουν πολύ στην εκπαίδευση.
Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν το αντίθετο, καθώς άλλες χώρες που επίσης επενδύουν στην οικονομία της γνώσης ωφελήθηκαν από την… αιμορραγία δυναμικών νέων Ελλήνων, σε μεγάλο ποσοστό καταρτισμένων επιστημόνων, οι οποίοι αποτελούν το βασικό εργαλείο δημιουργίας πλούτου σε μια χώρα.
Ο αριθμός των ανθρώπων ηλικίας 20-29 ετών έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια (από περίπου 1 εκατομμύριο το 2008 σε 650.000 το 2021), γεγονός που αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη αναπτυξιακά εμπόδια και είναι μία από τις αιτίες που οδηγούν το ΔΝΤ και άλλους οργανισμούς στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί σε βάθος χρόνου να πετύχει οικονομική ανάπτυξη πάνω από 1%-1,5%.
Η δημιουργία μιας οικονομίας που θα προσελκύσει τους νέους ανθρώπους θα πρέπει να είναι ένα βασικό προαπαιτούμενο οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου, αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση, από οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Γνώμη του υπογράφοντος είναι ότι απαραίτητη πολιτική προϋπόθεση για να διαμορφωθεί ένα τέτοιο σχέδιο είναι η απλή αναλογική και οι κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες θα οδηγήσουν σε προγραμματικές συμφωνίες δεσμευτικές, με απήχηση στην κοινωνία, στους παραγωγικούς φορείς και τους ψηφοφόρους, ώστε να αντέξουν στον χρόνο.
Ασφαλώς, ένα τέτοιο περιβάλλον ίσως προκαλέσει κλυδωνισμούς και αναδιαρθρώσεις στα πολιτικά κόμματα. Αλλά είναι καιρός πια να δεχτούμε ότι και αυτά πρέπει να εκσυγχρονιστούν.