Στην παρούσα φάση, δυο είναι τα οξυμμένα μέτωπα τα οποία καλείται να διαχειριστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η κυβέρνηση, αποφεύγοντας πρωτίστως ακρότητες που θα μπορούσαν να ανατροφοδοτήσουν κρίσεις. Το πρώτο είναι τα μπλόκα και οι κινητοποιήσεις των αγροτών με τις μαξιμαλιστικές τους απαιτήσεις και το δεύτερο οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια που απειλούν να ματαιώσουν την εξεταστική περίοδο των φοιτητών. Τα δείγματα γραφής που έχουν δοθεί από την κυβέρνηση με τις αναληφθείσες πρωτοβουλίες τόσο για τις εξ αποστάσεως εξετάσεις όσο και με τα οικονομικά μέτρα για τους αγρότες είναι σαφώς θετικά.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν πρόσθετα περιθώρια βελτίωσης των παροχών προς τους αγρότες αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, φρονώ πως θα υπάρξει συνεννόηση για αποκλιμάκωση των κινητοποιήσεων αν επιδειχθεί και από τις δυο πλευρές, με αντίληψη των πραγματικών προβλημάτων των αγροτών από την κυβέρνηση και από την άλλη, κατανόηση πως τα δημοσιονομικά περιθώρια δεν είναι απεριόριστα. Όσον αφορά τις καταλήψεις, από τη στιγμή που στις περισσότερες σχολές οι εξετάσεις πραγματοποιηθούν έστω και εξ αποστάσεως, και εκλείψει ο στόχος των καταληψιών που είναι η ματαίωση τους, είναι θέμα χρόνου η λήξη τους, τουλάχιστον στην παρούσα φάση.
Πέραν αυτών όμως, η λήξη των κινητοποιήσεων δεν θα σημαίνει πως τα προβλήματα της κοινωνίας έχουν λυθεί και πως μπορεί η κυβέρνηση να πορεύεται αμέριμνη . Είναι αλήθεια πως με το έργο της την περασμένη τετραετία στον τομέα της οικονομίας το οποίο συνεχίζει και σήμερα, έχουν νοικοκυρευτεί πολλά ζητήματα και έχουν εξαλειφθεί αρκετά κατάλοιπα της εποχής των μνημονίων που μας ταλάνιζαν όλους. Η οικονομία βελτιώθηκε και συνεχίζει να βελτιώνεται. Φόροι μειώθηκαν, το εισόδημα ενισχύθηκε, η ανεργία μειώθηκε, επενδύσεις γίνονται και προγραμματίζονται κι άλλες και η κατανάλωση συνεχώς αυξάνεται. Υπάρχει όμως ακόμα μακρύς δρόμος για να φθάσουμε τους μέσους όρους της Ευρωζώνης και γι αυτό το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα δεν πρέπει να σταματήσει.
Πέραν της οικονομίας όμως υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους έχουμε μείνει δραματικά πίσω. Αφήνω στην άκρη το πρόβλημα της ακρίβειας που είναι από μόνης της ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και αναφέρομαι στους τομείς της Δημόσιας υγείας και της Παιδείας.
Σ΄ αυτούς τους δύο τομείς η κυβέρνηση έχει μείνει πολύ πίσω παρά τις καλές προθέσεις που κάθε τόσο διατυπώνει. Τα νοσοκομεία μας μοιάζουν εγκαταλειμμένα στην τύχη τους όχι μόνο από τις ελλείψεις προσωπικού αλλά και από την εικόνα που παρουσιάζουν οι υποδομές που θυμίζουν περασμένες δεκαετίες και όχι το 2024. Το γεγονός πως η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση της Ευρώπης σε δαπάνες στην ιδιωτική υγεία, δεν είναι τυχαίο. Κάθε τόσο ακούμε για προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού, για αύξηση των δαπανών για την υγεία μέσω των προϋπολογισμών αλλά στην πράξη δεν βλέπουμε τίποτα πέραν από τριτοκοσμικές εικόνες σε ορισμένα(όχι σε όλα) νοσοκομεία.
Και η βελτίωση του δημόσιου συστήματος υγείας είναι ένα στοίχημα που δεν πρέπει να χαθεί καθώς το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση θα είναι πολύ μεγαλύτερο από τις κινητοποιήσεις των αγροτών αφού η υγεία αφορά το σύνολο της κοινωνίας.
Το ίδιο και με την παιδεία. Δεν είναι μόνο η υποχρηματοδότηση, δεν είναι μόνο η εύρυθμη λειτουργία τους που αφήνεται στα χέρια ακραίων ομάδων και δεν εμποδίζεται η παραβατική τους συμπεριφορά που πλήττει στο σύνολο της την ακαδημαϊκή κοινότητα, είναι κυρίως η ανάγκη εκ βάθρου αναδιάρθρωσης του τρόπου και των μεθόδων εκμάθησης από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο. Η πρόσφατη έρευνα του pisa για το επίπεδο γνώσεων των Ελλήνων μαθητών, είναι απογοητευτικά και έπρεπε να σημάνουν συναγερμό τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στην εκπαιδευτική κοινότητα για άμεσες παρεμβάσεις. Δυστυχώς όμως το όλο θέμα δεν ξεπέρασε τα όρια συζητήσεων σε καφενεία και παρέες. Και το πρόβλημα που τα παιδιά μας βγαίνουν χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις-που είναι εφόδια ζωής- από τα Λύκεια, δεν νομίζω πως θα επιλυθεί με τη λειτουργία των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Στα πανεπιστήμια προσφέρονται εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις οι οποίες όμως για να αφομοιωθούν πρέπει να υπάρχει ένα υπόβαθρο που κτίζεται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Καλός ο εκσυγχρονισμός , η ενίσχυση των δεξιοτήτων και η ψηφιακή μετάβαση αλλά αν δεν αλλάξει εκ βάθρων η βασική εκπαίδευση των νέων τώρα, τα αποτελέσματα της αγραμματοσύνης θα είναι διαρκή στο μέλλον.