Σε ένα πράγμα συμφωνούν σήμερα όλοι όσοι ασχολούνται με την οικονομία και τις αγορές: δεν υπάρχει η παραμικρή βεβαιότητα για οτιδήποτε και είναι αδύνατον να γίνει μακροπρόθεσμος, ούτε καν μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός. Κατ’ ανάγκην, λοιπόν, κινούνται όλοι βραχυπρόθεσμα. Το γεγονός αυτό απεικονίζεται και στους λεγόμενους δείκτες μεταβλητότητας ή «δείκτες φόβου» στα χρηματιστήρια, οι οποίοι ανεβαίνουν.
Πολύ σημαντικός παράγοντας αβεβαιότητας είναι οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι το σημείο αναφοράς της παγκόσμιας αγοράς, καθώς είναι υπεύθυνες για να δίνουν καθοδήγηση στους επενδυτές.
Οι κεντρικές τράπεζες ρυθμίζουν την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία έτσι ώστε να ρέει άφθονο όταν υπάρχει κίνδυνος ύφεσης, αλλά να περιορίζεται όταν η οικονομία υπερθερμαίνεται και δημιουργείται πληθωρισμός.
Σήμερα όμως αντιμετωπίζουν οι ίδιες βαθιά κρίση αξιοπιστίας καθώς απέτυχαν να διαχειριστούν την άνοδο του πληθωρισμού και δεν είναι σε θέση να δώσουν κατεύθυνση για τα επιτόκια, γεγονός που ενισχύει την αβεβαιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, όμως, υπάρχουν και ορισμένες ευκαιρίες.
Ο πληθωρισμός, για παράδειγμα, έχει την καλή του πλευρά για το ελληνικό δημόσιο χρέος. Με τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους που έγινε το 2018 επί υπουργίας Ευκλείδη Τσακαλώτου το μεγαλύτερο μέρος του «κλειδώθηκε» στον ESM με μέσο επιτόκιο 1,5%. Αυτό σημαίνει ότι με υψηλό πληθωρισμό το κομμάτι αυτό του χρέους μειώνεται σε πραγματικούς όρους, εφόσον υπάρχει αύξηση του εθνικού εισοδήματος.
Βέβαια, τα νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου εκδίδονται με αυξημένα επιτόκια, αλλά εδώ η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές αρχές, θα πρέπει να διερευνήσει τις δυνατότητες έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο ο νέος δανεισμός. Στο κάτω-κάτω οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί εκτάκτως και όλα είναι υπό αναθεώρηση, ενώ πολλές άλλες χώρες έχουν παρόμοια προβλήματα.
Ενα περιβάλλον όπου (στο καλό σενάριο) ο πληθωρισμός θα κινείται πάνω από το υφιστάμενο όριο του 2% που θέτουν οι κεντρικές τράπεζες, αλλά σε ελεγχόμενα επίπεδα της τάξης του 4%-6%, με τις οικονομίες να αναπτύσσονται, βολεύει πολλούς, ανάμεσα σε άλλα τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις που μπορούν να περνούν τις αυξήσεις του κόστους στην τελική τιμή. Πολλοί οικονομολόγοι αμφισβητούν το αυθαίρετο όριο του 2% και εισηγούνται την αύξησή του.
Μια τέτοια εξέλιξη, βέβαια, δεν συμφέρει τους απλούς εργαζομένους για τους οποίους δεν προβλέπονται αυξήσεις μισθών, με αποτέλεσμα να βλέπουν το πραγματικό εισόδημά τους να μειώνεται δραματικά. Ούτε τις επιχειρήσεις εκείνες που δεν μπορούν να περάσουν τις αυξήσεις στις τιμές. Στην πραγματικότητα είναι συνειδητή επιλογή των κεντρικών τραπεζιτών να αποτρέψουν τις αυξήσεις μισθών, για να μειωθεί η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και μαζί με αυτήν και η ζήτηση αγαθών η οποία οδηγεί προς τα πάνω τις τιμές.
Η ακρίβεια είναι η χειρότερη μορφή λιτότητας και έχει και το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.
Εδώ όμως υπάρχει μια ευκαιρία, για τους εργαζομένους και τα συνδικάτα, που είδαν την επιρροή τους να μειώνεται τις τελευταίες δεκαετίες, σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα. Η συμμετοχή στη γενική απεργία της περασμένης εβδομάδα έδειξε ότι ο κόσμος υπό τη μεγάλη πίεση συνειδητοποιεί τα αδιέξοδα και κινητοποιείται. Αντίστοιχα φαινόμενα καταγράφονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι μια αναγκαιότητα τα συνδικάτα να αναδιοργανωθούν και να δράσουν συντονισμένα σε όλη την Ευρώπη. Θα πρέπει όμως να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική και τον ρόλο τους διότι οι συνθήκες είναι πλέον διαφορετικές από εκείνες που υπήρχαν μεταπολεμικά, όταν η οικονομική εξουσία ανήκε στις κυβερνήσεις. Τώρα η πραγματική εξουσία ανήκει στις αγορές και τις κεντρικές τράπεζες.
Είναι επίσης μια ευκαιρία να τεθεί επί τάπητος η δομή και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία απέτυχε πανηγυρικά να εκπληρώσει την αποστολή της που περιορίζεται στον έλεγχο του πληθωρισμού. Η αποστολή της είναι μονήρης, επειδή σκοπίμως σχεδιάστηκε με το «DNA» της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, όπου υπάρχει ψύχωση με τον πληθωρισμό. Ακόμα και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έχει βάσει καταστατικού υποχρέωση -πέρα από τον πληθωρισμό- να προστατεύει την απασχόληση.
Ηρθε η ώρα, λοιπόν, να τεθεί υπό αξιολόγηση και η ΕΚΤ που βρίσκεται εκτός πολιτικού ελέγχου και δημοκρατικής λογοδοσίας, προκειμένου να διευρυνθεί η αποστολή της έτσι ώστε να φροντίζει και για την εργασία και το εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών.
Και τούτο πρέπει να γίνει μέσα από μεταρρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις οποίες πρέπει να προωθήσουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις.
Αν δεν γίνουν τώρα όλα αυτά, πότε θα γίνουν;