Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη προκάλεσε μια θλιβερή τομή στο χρόνο μαζί με απόγνωση, θυμό, οργή και πανελλαδικό σοκ, από το πρώτο λεπτό του τριήμερου εθνικού πένθους.
Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν άδικα σε έναν σιδηρόδρομο του 2023. Νέα παιδιά, κυρίως φοιτητές και φοιτήτριες δεν γύρισαν πίσω στα σπίτια τους. Το ταξίδι σταμάτησε βίαια. Η φράση «πάρε με όταν φτάσεις», που λένε οι γονείς στα παιδιά πριν φύγουν για ένα ταξίδι ρουτίνας -για τη σχολή στην άλλη πόλη- έμεινε αναπάντητη. Οι γονείς και οι συγγενείς των θυμάτων ζητούν όμως απαντήσεις στα αμείλικτα ερωτήματα, να έρθουν όλα στο φως, να υπάρξει δικαιοσύνη, τιμωρία για τους υπεύθυνους και κυρίως ένα κράτος που να εγγυάται την ασφάλεια για όλους τους πολίτες και ιδιαίτερα για τη νέα γενιά της πατρίδας μας, που θέλει να δει ότι κάτι πραγματικά αλλάζει. Στην εποχή των ψηφιακών αλμάτων και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης δεν χωρούν απαντήσεις και δικαιολογίες για τα «κλειδιά» που δεν «κλείδωσαν» την αυτονόητη πορεία- δεν σηκώνει ύβρεις το κλίμα.
Δεν επρόκειτο για ένα ανθρώπινο λάθος, αλλά για πολλά ανθρώπινα λάθη. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου συμμετείχαν σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας μας, διαδηλώνοντας ειρηνικά και απαιτώντας «εδώ και τώρα» σεβασμό στα θύματα, με πράξεις και όχι με λόγια. Όλες οι γενιές, χέρι με χέρι, βρέθηκαν, με ή χωρίς πανό, αυθόρμητα και μαχητικά στους δρόμους διεκδικώντας ένα καλύτερο και ασφαλές αύριο για εκείνους και τα παιδιά τους.
Είναι προφανές ότι δεν ευθύνεται η «κακιά ή ώρα» για την τραγωδία με τους 57 νεκρούς. Ούτε θα «ξεχαστεί» γρήγορα- δεν πρέπει να ξεχαστεί αλλά να μείνει στο μυαλό και την καρδιά όλων, να βασανίσει τη συλλογική συνείδηση και κυρίως να στρέψει το πολιτικό σύστημα της χώρας στον καθρέπτη των ευθυνών του. Η διάχυση της συζήτησης μέσα στις περασμένες δεκαετίες δεν παραπέμπει απαραίτητα στην εκρίζωση των παθογενειών. Χρειάζονται γρήγορες, όχι βιαστικές, έρευνες, απόδοση ευθυνών και πειστικό σχέδιο για την επόμενη μέρα. Σωστά τα κόμματα σταμάτησαν τις σφοδρές αντιπαραθέσεις όταν «πάγωσε» η εικόνα» της χώρας στα Τέμπη. Όπως βέβαια όλοι αντιλαμβανόμαστε, βλέπουμε και ακούμε, ο πολιτικός διάλογος κινδυνεύει και πάλι να ξεστρατίσει και να βγει εκτός πορείας, απογοητεύοντας όσους πίστεψαν ότι υπάρχει ελπίδα. Τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου έχουν μια και μοναδική, κοινή μάχη μπροστά τους. Την μάχη της αξιοπιστίας. Δεν είναι ίσως επαρκής ο προεκλογικός χρόνος για να τοποθετηθούν ψύχραιμα και ουσιαστικά στο νέο τοπίο- πάντα υπάρχουν όμως τα περιθώρια βελτίωσης της συνθήκης κατά την οποία εξελίσσεται η αντιπαράθεση απόψεων. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί πλέον πίσω από υπεκφυγές και αχρείαστες κόντρες. Κανείς πλέον δεν μπορεί να κραδαίνει εύκολα το δάχτυλο στον άλλο. Και κανένα κόμμα (του δημοκρατικού τόξου) δεν δικαιούται να ανοίξει την πόρτα στις ακραίες φωνές και απόψεις που καραδοκούν. Οι επιταχυντές των εξελίξεων εφεξής οφείλουν να είναι ικανοί να διαλύσουν το σκοτάδι και να αφήσουν ανοιχτές της χαραμάδες στο φως, την ελπίδα, την προοπτική.
Η κοινή γνώμη παραμένει -μία εβδομάδα μετά την τραγωδία- συγκλονισμένη και ταυτόχρονα απαιτητική. Περιμένει από τους πολιτικούς -και πρώτα από την κυβέρνηση- να πουν τα πράγματα με το όνομά τους, να φτάσουν στους υπεύθυνους κρατικούς και άλλους λειτουργούς, να ξετυλίξουν το άχαρο κουβάρι χωρίς φόβο για το πολιτικό κόστος. Η Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, αλλά και η πολιτική τη δική της. Μέχρι τις κάλπες, τα πολιτικά κόμματα έχουν χρέος να ανακαλύψουν και να παρουσιάσουν ένα ασφαλές πλάνο πλοήγησης για την επόμενη μέρα, με εγγυήσεις για την αποτελεσματικότητά του. Θα κριθούν αυστηρά, όχι μόνο για το σχέδιο αλλά και για τη στάση τους, σε κάθε δημόσια εμφάνιση ή παρέμβαση.