H θέσπιση «βάσης» για την εισαγωγή στα ΑΕΙ ήταν μια σωστή απόφαση, αλλά προφανώς δεν λύνει το πρόβλημα ούτε της Παιδείας, ούτε της εκπαίδευσης, ούτε της επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων. Μοιραία ο προβληματισμός επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε
Τι μόρφωση προσφέρεται στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση; Γιατί, αν τα παιδιά, μετά από 12 χρόνια στο σχολείο, δεν μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία στις Πανελλαδικές με τα συγκεκριμένα μαθήματα και την αυστηρά προσδιορισμένη ύλη, σκεφτείτε τι γίνεται από εκεί και πέρα, όπου δεν υπάρχει η διαδικασία μιας μέτριας δυσκολίας, αλλά μια αδιάβλητη και αντικειμενική γραπτή εξέταση.
Η ανακοίνωση των φετινών βάσεων έδειξε ότι ο κατήφορος συνεχίζεται. Συνολικά οι βαθμοί κινούνται πιο χαμηλά, οι αριστούχοι είναι λιγότεροι, οι μέτριοι διολισθαίνουν προς τη βάση. Δεν μπήκαν φέτος με βαθμό 3 (και σωστά) στο πανεπιστήμιο, αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Εμειναν κενές θέσεις στη Σχολή Ευελπίδων (άραγε τι αξιωματικούς θα είχαμε αν δεν υπήρχε η «βάση»;). Στη Ναυτικών Δοκίμων-Μηχανικών (περιζήτητη σχολή κάποτε) η βάση έπεσε 2.252 μόρια. Στην Ηλεκτρονικών Υπολογιστών Κοζάνης (σπουδές που προσφέρουν άμεση επαγγελματική αποκατάσταση και με υψηλές αποδοχές) έμειναν κενές θέσεις και στη Νοσηλευτική Διδυμοτείχου (υποτίθεται ότι τα νοσοκομεία μας χρειάζονται χιλιάδες νοσηλευτές) δεν πέρασε κανείς! Συνολικά 10.900 θέσεις έμειναν φέτος κενές και αν αυτή η καθοδική τάση συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, σε λίγο οι επιτυχόντες θα είναι λιγότεροι από τους αποτυχόντες. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθεί η «βάση», αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε για να ανεβάσουμε το επίπεδο.
Κάθε Αύγουστο, που βρισκόμαστε απέναντι στο μεγάλο πρόβλημα της εκπαίδευσης, οι στερεότυπες απαντήσεις από τα κόμματα και τους συνδικαλιστές της Παιδείας είναι «φταίει που το Λύκειο είναι προσανατολισμένο στις Πανελλαδικές» ή «φταίνε τα φροντιστήρια και η παραπαιδεία» ή ακόμη και «οι χαμηλές αποδοχές δασκάλων και καθηγητών». Νομίζω πως αυτή η ανάλυση οδηγεί σε εντελώς λανθασμένη προσέγγιση του προβλήματος. Καταρχάς η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στο Γυμνάσιο και… χαλάει στο Λύκειο. Απόδειξη, τα αποτελέσματα του προγράμματος PISA που οργανώνονται για τους μαθητές της τελευταίας τάξης του Δημοτικού και της αντίστοιχης του Γυμνασίου από τον ΟΟΣΑ σε όλες τις χώρες-μέλη του.
Στη χώρα μας οι επιδόσεις στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά ήταν ιδιαίτερα χαμηλές και, πάντως, κάτω από τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών. Ειδικά στα πεδία Γραμματική – Συντακτικό και Επίλυση Προβλημάτων καταγράφηκε σημαντική αποτυχία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συνδικαλιστές πάλεψαν με πάθος να μη γίνουν οι εξετάσεις, ενώ τελικά δεν υλοποιήθηκε το μέρος που αφορά το επίπεδο των γνώσεων στις Φυσικές Επιστήμες. Ενα δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι επιδόσεις μειώνονται όσο ανεβαίνουν τα επίπεδα της εκπαίδευσης. Δηλαδή στο Δημοτικό οι επιδόσεις είναι καλύτερες απ’ ό,τι στο Γυμνάσιο και, όπως προκύπτει από τις Πανελλαδικές, στο Γυμνάσιο καλύτερες απ’ ό,τι στο Λύκειο.
Ολες οι κυβερνήσεις και όλοι οι υπουργοί Παιδείας έχουν μπει στον πειρασμό των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Οχι πως δεν χρειάζονται οι μεταρρυθμίσεις, αλλά πιστεύω ότι αυτές εξαντλούνται χωρίς να μπουν στον πυρήνα του προβλήματος. Αλλάζουν ο τρόπος εκλογής του πρύτανη, της επιλογής του διευθυντή στο Γυμνάσιο, διοικητικά θέματα, κλείνουν και ανοίγουν ΑΕΙ και ρυθμίζονται δεκάδες άλλα ζητήματα, τα οποία είναι χρήσιμα μεν, αλλά δεν βελτιώνουν το επίπεδο της μόρφωσης και της προσφερόμενης γνώσης στους μαθητές Δημοτικών, Γυμνασίων και Λυκείων. Προς αυτή την κατεύθυνση δεκαετίες τώρα δεν έγινε σχεδόν τίποτα.