Στην κρίση που προκάλεσε η απόφαση του Ερντογάν να αρχίσει σεισμικές έρευνες σε περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας η στάση του Βερολίνου και της Μέρκελ πέρασε από διάφορα στάδια.
Στην αρχή οι Γερμανοί ήταν σε γραμμή «κάντε διάλογο και βρείτε τα» αναλαμβάνοντας και διαμεσολαβητική πρωτοβουλία ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα.
Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι προσπάθησαν να τορπιλίσουν τις συνομιλίες αποκαλύπτοντας την μυστική συνάντηση Σουρανή-Καλίν-Χέκερ, το Βερολίνο έδειξε ότι ενοχλήθηκε αφού ο Νίκος Δένδιας υπέγραψε τμηματική συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με τον Αιγύπτιο υπουργό Εξωτερικών. Ορισμένα γερμανικά Μέσα Ενημέρωσης το τερμάτισαν υποστηρίζοντας ότι οι Τούρκοι ενοχλήθηκαν από την συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου προσπαθώντας να περάσουν και τον υπαινιγμό ότι δήθεν η ελληνική κίνηση «ανάγκασε» τους Τούρκους να αποχωρήσουν από το τραπέζι των διερευνητικών επαφών. Παραφωνίες υπάρχουν πάντα, ούτε και είναι δύσκολο να αλλάξουν σε λίγες ημέρες παγιωμένες, θεσμοθετημένες και εδραιωμένες σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα σχέσεις δύο χώρων, όπως συμβαίνει με την Τουρκία και την Γερμανία.
Αλλά να δικαιώνει κάποιος μια αναθεωρητική δύναμη, έναν ταραξία, μια χώρα που εξελίσσεται σε παρία της Μεσογείου κατά την γνώμη όλων των γειτόνων της, αυτό είναι προκλητικά αστείο.
Η Μέρκελ φαίνεται ότι αρχίζει και καταλαβαίνει ότι η συμπεριφορά του Ερντογάν δεν είναι αποδεκτή από την πλειονότητα των Ευρωπαίων. Και προφανώς έχει διαμηνύσει στον πρόεδρο της Τουρκίας ότι δεν θα μπορεί για πολύ καιρό ακόμη να ανακόπτει την βούληση των άλλων Ευρωπαίων για επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Άγκυρα.
Η δήλωση της Γερμανίδας καγκελαρίου ότι η αλληλεγγύη των Ευρωπαίων στην Αθήνα είναι δεδομένη και ότι όλα τα κράτη της ΕΕ έχουν υποχρέωση να στηρίξουν την Ελλάδα είναι μια σοβαρή εξέλιξη που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Και εφ’ όσον ισχύει η πρόθεση της Γερμανίας να στηριχθεί η Ελλάδα θα πρόκειται για μια σημαντική μετακίνηση κολοσσιαίας σημασίας.
Ουδείς βεβαίως έχει την αυταπάτη ότι το Βερολίνο θα σταματήσει να παροτρύνει την Αθήνα και την Άγκυρα να εμπλακούν σε σοβαρές συζητήσεις και να τα βρουν. Είναι στο DNA της Γερμανίας, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η άποψη ότι για όλα τα προβλήματα υπάρχει μια πιθανή λύση χωρίς πολεμική διευθέτηση. Η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους την απόφασή της να εμπλακεί σε συζητήσεις και να κάνει διάλογο με την Τουρκία, ξεκινώντας από τις διερευνητικές επαφές, αφού προηγουμένως ο Ερντογάν σταματήσει τις προκλήσεις.
Πόσο πιθανή είναι μια τέτοια εξέλιξη χωρίς την απειλή κυρώσεων στην Τουρκία; Προφανώς, όχι και πολύ. Γι’ αυτό έχει σημασία, στο μείγμα των συζητούμενων αντιμέτρων προς την Άγκυρα να συμπεριληφθεί και το ενδεχόμενο ενός εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία. Για παράδειγμα είναι η ώρα να τεθεί σοβαρά στον δημόσιο διάλογο το επόμενο βήμα. Ένα εμπάργκο στην πώληση όπλων από τις ευρωπαϊκές χώρες προς την Τουρκία. Αρχής γενομένης ίσως από την πώληση των έξι γερμανικών υποβρυχίων τύπου 214, όμοιων με τα τέσσερα ελληνικά μαύρα πλοία τύπου «Παπανικολής», ώστε ο Ερντογάν να λάβει ένα πρακτικό μήνυμα. Οτι δεν μπορεί να απειλεί με πόλεμο, να εκβιάζει και να κάνει τσαμπουκάδες σε δύο χώρες της ΕΕ -δεν είναι μόνο η Ελλάδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την Κύπρο- και την ίδια στιγμή άλλες χώρες της ευρωπαϊκής οικογένειας να τον εφοδιάζουν με οπλικά συστήματα που του επιτρέπουν να γίνεται πιο ισχυρός και πιο ανεξέλεγκτος. Και την προμήθεια για εμπάργκο στην πώληση ευρωπαϊκών -άρα και γερμανικών- όπλων στην Τουρκία πολλοί μπορούν να συνδράμουν: Από τα πολιτικά κόμματα -βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ- μέχρι τους πανίσχυρους Έλληνες επιχειρηματίες που μπορούν να κάνουν λόμπινγκ στο Βερολίνο και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πείθοντας τους εταίρους να σταματήσουν τον υπερεξοπλισμό του Ερντογάν.
Διότι η στήριξη του Μακρόν και της Γαλλίας είναι πολύ σημαντική, όμως από μόνη της δεν αρκεί αν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν δείξουν με πρακτικά βήματα την διάθεσή τους να ορθώσουν τείχος στην επιθετικότητα του Ερντογάν.