Σε μια εποχή που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν καταντήσει ένας θεσμός που διαρκώς απαξιώνεται στη συνείδηση των πολιτών, που τα social media λειτουργούν και σαν πομπός αναπαραγωγής ειδήσεων και η δραματική μείωση της κυκλοφορίας εφημερίδων και περιοδικών δείχνει την όλο και μικρότερη επιρροή του Τύπου, της υποτιθέμενης 4ης εξουσίας, μοιραία τίθεται το ερώτημα: Έχει μέλλον η δημοσιογραφία;
Κι επιπλέον, χρειάζονται οι σύγχρονες κοινωνίες εφημερίδες και Μέσα Ενημέρωσης, ρεπορτάζ, δημοσιογράφους που πιστεύουν στην ερευνητική δημοσιογραφία και θέλουν να αποκαλύπτουν κρυμμένα μυστικά;
Είναι μόνο η οικονομική κρίση που ευθύνεται για τη διαρκή συρρίκνωση στις κυκλοφορίες των εφημερίδων ή έχουν ευθύνη και οι δημοσιογράφοι για τον τρόπο που λειτουργούν, για τα ρεπορτάζ που επιλέγουν και τον τρόπο που παρουσιάζουν τις ειδήσεις;
Το πιθανό τέλος του χαρτιού θα σηματοδοτήσει και το τέλος της δημοσιογραφίας ή μήπως το ρεπορτάζ θα συνεχιστεί με άλλους τρόπους και τη συνδρομή της τεχνολογίας; Πώς μπορούν να επιβιώσουν μεγάλοι δημοσιογραφικοί όμιλοι με την παλαιά δυσκίνητη δομή τους στα δεδομένα της εποχής των smart phones; Οι όλο και μειούμενες δαπάνες για διαφήμιση δεν θα οδηγήσουν σε μείωση των θέσεων εργασίας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με παράλληλη κατακρήμνιση της αμοιβής και συνεπώς υποβάθμιση του δημοσιογραφικού προϊόντος; Πώς μπορεί να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος;
Έχουμε αναρωτηθεί γατί φαίνεται πιο εύκολο να επιτευχθεί η ανάκαμψη της οικονομίας παρά να επανέλθει η εμπιστοσύνη στα Μέσα Ενημέρωσης; Οι δημοσιογράφοι έχουμε σκεφτεί πώς μας βλέπουν οι πολίτες και γιατί η κοινή γνώμη μας γυρίζει την πλάτη; Γιατί άραγε το σύνθημα αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι είναι ελκυστικό σε πλατιές μάζες;
Ώρα για λίγη αυτοκριτική
Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους και τα Μέσα Ενημέρωσης, θεωρούν ότι η δημοσιογραφία δεν είναι χρήσιμη, δεν τους πειράζει αν δεν διαβάσουν τα νέα, δεν ενοχλούνται αν τα δελτία δεν μεταδοθούν, δεν υποφέρουν από στερητικό σύνδρομο αν δεν αγοράσουν εφημερίδα. Κάποιοι, ίσως να νιώθουν και απελευθερωμένοι.
Πώς αντιδρούν οι δημοσιογράφοι μπροστά στη μεγαλύτερη κρίση που βιώνει το επάγγελμα –όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς- τα τελευταία 30 χρόνια;
Στρέφονται στο ρεπορτάζ; Προσπαθούν να κάνουν πιο ελκυστικά τα κείμενά τους; Στύβουν το μυαλό τους για να βρουν νέους τρόπους να προσεγγίσουν τα κοινά τους; Μπαίνουν στη λογική να ξαμοληθούν για αποκαλύψεις και νέες ιστορίες; Κι επιπλέον: Αντιδρούν όταν οι πολιτικοί τους κατηγορούν για fake news; Πώς προστατεύουν το προϊόν και την υστεροφημία τους απέναντι στις κατηγορίες περί διαπλοκής από πολιτικούς ή τον κάθε καφενόβιο που ρίχνει στους δημοσιογράφους το ανάθεμα για ό,τι κακό συμβαίνει;
Σε μεγάλο βαθμό, ας το παραδεχτούμε, οι δημοσιογράφοι μοιάζουν να κοιτάζουν το είδωλό τους στον καθρέπτη. Από την επιλογή τους να κλειστούν στα γραφεία αντί να ανοιχτούν στην κοινωνία αναζητώντας καλά κι ενδιαφέροντα θέματα.
Ξεχνούν τον βασικό κανόνα: Ποτέ, κανείς δεν είπε ότι η δημοσιογραφία είναι εύκολη δουλειά.
Κυρίως όμως: Αν οι δημοσιογράφοι θεωρούν ότι είναι εργαζόμενοι β’ διαλογής, ότι δεν έχουν ζωή, ότι σε όλες τις άλλες δουλειές περνούν καλύτερα ενώ οι ίδιοι είναι κλεισμένοι ολημερίς σε ένα γραφείο, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι στην περίπτωση που κάτι τέτοιο ισχύει αυτό ερμηνεύει και την αποτυχία της δημοσιογραφίας να συγκινήσει. Αν οι ρεπόρτερς ζουν σε ένα δικό τους Τρούμαν Σόου, τότε πώς να καταλάβουν τι γίνεται έξω από το αποστειρωμένο περιβάλλον των γραφείων τους, έξω από τα υπουργικά γραφεία, έξω από το καφενείο της Βουλής και μακριά από τις πολυτελείς αίθουσες των ξενοδοχείων;
Λυπάμαι, αλλά το ρεπορτάζ πιο πιθανό είναι να το βρεις σε κάποιο hot spot παρά στο φόρουμ των Δελφών. Διότι πολλές φορές οι δημοσιογράφοι βλέπουν τη δουλειά τους σαν βατήρα για να μετακινηθούν στον πολιτικό στίβο, πιθανόν για λόγους επαγγελματικής αποκατάστασης. Κι αυτό μάλλον δεν βοηθά στην προσπάθεια να αντιληφθεί η κοινή γνώμη τον δημοσιογράφο σαν σταυροφόρο της αλήθειας και της δικαιοσύνης, αφού ο πολιτευτής απογυμνώνεται σαν αγωνιστής της αριστεράς και της δεξιάς του τσέπης.
Καλά μας τα πες φίλε μου, θα σκεφτείς, όμως τι να κάνουμε;
Αν είσαι δημοσιογράφος μπορείς να σταματήσεις την αυτοπαρατήρηση. Πρέπει να καταλάβεις ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι μέρος του προβλήματος απλώς και μόνο γιατί οι εκδοτικές επιχειρήσεις τους έπαιρναν δάνεια, ή επειδή δεν έκαναν κάτι για να σταματήσουν τον κατήφορο που μας οδήγησε στην κρίση. Όχι μόνο επειδή παγκοσμίως δεν υπάρχουν επιχειρήσεις που να μπορούν να λειτουργήσουν ή να μεγαλώσουν χωρίς επενδυτικά κεφάλαια, χωρίς πρόσβαση στον δανεισμό, ιδίως στη σημερινή εποχή.
Πριν την κρίση, δυστυχώς, ακόμη κι αν έγραφες ότι έρχεται το τέλος, όσο κι αν προειδοποιούσες, ό,τι κι αν έλεγες, δεν ήσουν παρά ένας γραφικός σπασίκλας που προσπαθούσε να χαλάσει το πάρτι. Ρεπορτάζ με προειδοποιήσεις, αποκαλύψεις γα σκάνδαλα υπήρξαν πολλές πριν το 2009,όσο κι αν κάποιοι βολεύονται να μιλάνε για την κρατικοδίαιτη δημοσιογραφία.
Αποκαλύψεις για μίζες στα εξοπλιστικά, για παράνομες προσλήψεις, για διασπάθιση δημοσίου χρήματος, για τακτοποιήσεις ημετέρων, ο Τύπος προσπάθησε να κάνει τη δουλειά του με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε.
Είναι δύσκολο να πείσεις τον γείτονά σου, τον απογοητευμένο αναγνώστη σου και τελικά την κοινή γνώμη ότι κάνεις τη δουλειά σου με ευσυνειδησία. Όχι επειδή είσαι έγκριτος, πιο έξυπνος και διαφορετικός από τον μέσο πολίτη. Αλλά γιατί αυτό είναι το δικό σου μεράκι, να αποκαλύπτεις, να ενημερώνεις, να ξετρυπώνεις την αλήθεια, να βοηθάς τον αδύναμο, να αδιαφορείς για απειλές και εκβιασμούς από τους ισχυρούς της πολιτικής ή της οικονομίας, αυτούς που νομίζουν ότι είναι ανεξέλεγκτοι. Οι δημοσιογράφοι ευθύνονται για την αποκάλυψη δεκάδων ή και εκατοντάδων σκανδάλων που οι κρατικές υπηρεσίες δεν μπόρεσαν να ανιχνεύσουν, υποθέσεων που οι ισχυροί δεν κατάφεραν να αποσιωπήσουν και να κουκουλώσουν.
Οι δημοσιογράφοι δεν είναι τσακάλια, ούτε πόρνες.
Όπως λένε και στη Βρετανία, οι δημοσιογράφοι πρέπει να λειτουργούν σαν ένα είδος public watchdog.
Να πείσουν όσους έχουν σταματήσει να βλέπουν δελτία ειδήσεων επειδή θεωρούν ότι υπάρχει προπαγάνδα ότι αξίζει να συμμετέχουν.
Να θυμηθούν ότι σήμερα δεν είναι είδηση αν ένας μεγιστάνας πίνει σαμπάνιες καπνίζοντας πούρα στη Μύκονο. Είναι όμως είδηση αν ένας υπουργός έχει πάρει δάνειο από κρατική τράπεζα και κάνει διακοπές με το σκάφος στη Μύκονο καπνίζοντας πούρα σαν να ναι ολιγάρχης ενώ παριστάνει τον αριστερό επειδή μοιράζει επιδόματα των 100 ευρώ στους Έλληνες που με την πολιτική του φτωχοποίησε.
Δεν χωράνε αυταπάτες. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι καλύτεροι από τους υπόλοιπους. Αν το καταλάβουν, έχουν πιθανότητες να επουλώσουν τις πληγές. Πρέπει να αναζητούν θέματα που απασχολούν τους πολίτες. Όσο κι αν πολλοί θέλουν να κάνουν τα ρεπορτάζ… advertorials, δηλαδή πληρωμένα κομμάτια από διαφημιζόμενους που θέλουν γκρίζα διαφήμιση σε στυλ ρεπορτάζ παρά μια ξεκάθαρη ρεκλάμα για τα προϊόντα τους.
Όσο κι αν όλοι οι ισχυροί, από τον Τραμπ και τον Ιταλό Σαλβίνι,από τον Τσίπρα μέχρι τον Μαδούρο, όλοι βρίζουν τους δημοσιογράφους. Όλοι τους στοχοποιούν τα ΜΜΕ για ό,τι κακό θεωρώντας ότι οι δημοσιογράφοι είναι εύκολος και βολικός στόχος.
Η δημοσιογραφία έχει να κάνει με την φωνή των άλλων, με την κατανόηση των προβλημάτων, με την ενσυναίσθηση. Οι καλύτερες ιστορίες έρχονται από εκεί που ζουν οι άλλοι, έξω από το δικό μας βασίλειο.
Καλό θα ήταν να μην ξεχνούν οι δημοσιογράφοι ποιους θέλουν να προστατεύουν: Τους αναγνώστες, τους αδυνάτους, τους ανέργους, τους γέροντες ή κάποιους άλλους;
Να δώσουν ρόλο στους αναγνώστες, να αντιληφθούν ότι πρόσβαση στην αλήθεια δεν έχουν μόνο οι δημοσιογράφοι, ιδίως στην εποχή των social media και να ξανακάνουν τη δημοσιογραφία κοινωφελή υπηρεσία, όχι με την έννοια του λειτουργήματος, αλλά με την έννοια του κοινού καλού.