Γίνεται, λοιπόν, συζήτηση αρκετή στην κυβέρνηση, κυρίως μεταξύ του υπουργού Χατζηδάκη που έχει την ευθύνη και φυσικά του πρωθυπουργού Μητσοτάκη που ασφαλώς έχει και ιδίαν ισχυρή άποψη για τα οικονομικά, αλλά και λόγω θέσης τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο.

Η αφορμή είναι τα υπερέσοδα του Προϋπολογισμού, που κατά πάσα βεβαιότητα οφείλονται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και όχι τόσο στον αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος ήταν γνωστός από την αρχή του έτους. Τα εργαλεία περιορισμού της φοροδιαφυγής δουλεύουν, φαίνεται, καλύτερα απ’ ό,τι είχε υπολογιστεί αρχικώς και γι’ αυτό το κράτος έχει υπερέσοδα, νομίζω κυρίως έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, του απλού πολίτη, χρησιμοποιεί κάρτες για τα καθημερινά έξοδά του και αυτό φαίνεται πια στην πράξη. Τώρα για τα «μεγάλα ψάρια», δηλαδή το λαθρεμπόριο των καυσίμων, εκεί το αποτέλεσμα προφανώς δεν έχει γίνει ορατό, γιατί θα μας το είχαν πει οι αρμόδιες αρχές, όπως όλα τα άλλα.

Εφόσον, λοιπόν, υπάρχουν υπερέσοδα, τότε σωστά το σκέφτεται η κυβέρνηση και αν αυτά επιβεβαιωθούν και το 2025, λογικό είναι να «επιστρέψουν» σε όσους τα παράγουν όχι μόνο υπό τη μορφή επιβράβευσης, αλλά και σαν ένας μοχλός αύξησης της κατανάλωσης και άρα δημιουργίας περαιτέρω ανάπτυξης.

Καλό λοιπόν αυτό, αλλά θέλει σκέψη πώς και σε ποιους θα «επιστρέψεις» τα υπερέσοδα για να υπάρξει και δικαιοσύνη και αναπτυξιακό πρόσημο και πολιτικό αποτέλεσμα βεβαίως, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι λογικά το 2026 που πρόκειται να συμβεί αυτό θα είμαστε κοντά σε εκλογές. Υπάρχουν στο οικονομικό επιτελείο διάφορες σκέψεις, όπως η τιμαριθμοποίηση της κλίμακας άμεσων φόρων, η μείωση των τεκμηρίων, η περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ, ακόμα και η μείωση του ΦΠΑ, η οποία λογικά θα απορριφθεί αφού κάθε μονάδα που θα πέφτει θα κοστίζει 1,5 δισ. ευρώ διαταράσσοντας όλα τα παραπάνω και δίχως ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Γίνονται και σκέψεις για αύξηση του μπόνους των καλοπληρωτών φορολογουμένων με μια έκπτωση επί του φόρου εισοδήματος μεγαλύτερη του 3% που ισχύει σήμερα.

Θεωρώ όλες αυτές τις λογικές και με καλή πρόθεση σκέψεις των αρμοδίων μάλλον αναποτελεσματικές ή λίγο αποτελεσματικές και σε ουσία και σε εντυπώσεις. Δεν θα κάνει διαφορά σε κάποιον που πληρώνει φόρο 1.030 ευρώ ετησίως να πέσει στα 1.000 λόγω τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

Αντιθέτως και με δεδομένο ότι λειτουργούν τα εργαλεία της φοροδιαφυγής και θεωρητικά όποιος κλέβει την Εφορία πιάνεται ή έστω κινδυνεύει να πιαστεί, το πιο λογικό μέτρο που εφαρμόζεται παγκοσμίως και αποτελεί καθαρό κίνητρο είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών.

Είναι, κατά γενική ομολογία, «ακριβό μέτρο» γιατί είναι οριζόντιο, αλλά είναι το πιο υγιές και αναπτυξιακό, αποδίδει στο σύνολο της οικονομίας και δημιουργεί μια εικόνα κράτους που αναπτύσσεται και εντός και εκτός της χώρας.

Ενα ακόμη εξειδικευμένο κίνητρο θα μπορούσε να είναι χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής σε όποιες επιχειρήσεις δεν δέχονται μετρητά, ισχύει ακόμα και σε καφέ στην Αγγλία και στην Αμερική. Είναι σαφές ότι όταν ο τζίρος τους είναι όλος online με κάρτες και εξαρχής υπαχθούν σε αυτή την κατηγορία εταιρειών με μειωμένο φορολογικό συντελεστή -αφού θα ελέγχονται τακτικά-, θα πρέπει να έχουν κάποια σαφή πριμοδότηση.

Κάπως έτσι τελικά θα μπορέσει να λυθεί, έστω και σταδιακά, το ζήτημα του ελάχιστου φόρου που επιβλήθηκε πρόσφατα στους ελεύθερους επαγγελματίες και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Αν ένα κομμωτήριο δηλώσει, για παράδειγμα, ότι παίρνει μόνο κάρτες από εδώ και στο εξής υποχρεωτικά προκειμένου να υπαχθεί σε χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή, πιο δύσκολα θα φοροδιαφεύγει και ίσως εξαιρεθεί και από το ελάχιστο δηλωτέο έσοδο. Βεβαίως με τους ελεύθερους επαγγελματίες, ειδικά τους τεχνίτες που έρχονται σε ιδιωτικούς χώρους για δουλειά, πάντα υπάρχει ένα θέμα, αλλά τίποτα δεν είναι τέλειο και σε κάθε περίπτωση η συνολική φορολογική πολιτική δεν κρίνεται από ένα ειδικό θέμα όπως αυτό.

Υπάρχουν και άλλες καλές ιδέες πώς να διατεθούν τα υπερέσοδα του κράτους, τα μεγάλα πλεονάσματα, όπως ας πούμε τα επιπλέον κίνητρα στις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν εργαζομένους κυρίως νέους ή αυξάνουν τους μισθούς, που φυσικά υπολείπονται από τον σωρευτικό πληθωρισμό της τελευταίας διετίας.

Σε κάθε περίπτωση, είναι μια ευχάριστη συζήτηση, η οποία πρέπει να ανοίξει όχι υπό την έννοια της παλιάς συνδικαλιστικής τακτικής μικροσυμφερόντων, αλλά για το πώς θα μεγιστοποιηθεί στην οικονομία και κατ’ επέκταση στην κοινωνία το όφελος από το ισχυρό κρατικό ταμείο.