Οι ιταλικές εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου αποτέλεσαν ένα σημαντικό crash test για ολόκληρη την Ευρώπη. Oχι τόσο για το αποτέλεσμα, το οποίο θεωρήθηκε λίγο πολύ αναμενόμενο, καθώς πανταχόθεν είχε προεξοφληθεί η νίκη της Ακροδεξιάς και ο σχηματισμός κυβέρνησης με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι και συμμετοχή των Ματέο Σαλβίνι και Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Το μεγάλο διακύβευμα αφορά τη σχέση που θα διαμορφωθεί ανάμεσα στη νέα ιταλική κυβέρνηση και την Ε.Ε. και πώς αυτή θα επηρεάσει ευρύτερα τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη Γηραιά Ήπειρο. Το δεδομένο είναι ότι καταγράφεται ένα έλλειμμα διακυβέρνησης στην Ευρώπη, το οποίο εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση στην περίοδο κρίσης που διανύουμε.
Δεν είναι μόνο η πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι, η οποία κατέρρευσε λόγω των εσωτερικών διαφωνιών που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και οι κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία. Οι Ιταλοί στρέφονται σε κόμματα της Ακροδεξιάς που είχαν έντονη αντευρωπαϊκή ρητορική στο παρελθόν, εκφράζοντας, ανάμεσα σε άλλα, αποδοκιμασία για τις επιλογές του ευρωπαϊκού κατεστημένου, όσο κι αν η Μελόνι αλλά και οι άλλοι παίκτες έχουν πλέον βάλει νερό στο κρασί τους.
Η ρητορική της Μελόνι έχει αλλάξει, καθώς τώρα θέλει να δώσει διαπιστευτήρια κυβερνησιμότητας, αλλά και επειδή η Ιταλία εξαρτάται από τα 200 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και το πρόγραμμα στήριξης των ομολόγων της από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το ερώτημα λοιπόν είναι τι θα γίνει στην πράξη το επόμενο διάστημα, πολλώ δε μάλλον που όλα δείχνουν ότι η οικονομική κατάσταση θα επιδεινωθεί, ενώ και το γεωπολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει κι άλλο. Όχι μόνο στην Ιταλία, παντού.
Το φαινόμενο το έχουμε ξαναδεί. Ο κόσμος σε περίοδο κρίσης αναζητά εναλλακτικές. Στο παρελθόν οι εναλλακτικές για τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν ανάμεσα στη Χριστιανοδημοκρατία και τη Σοσιαλδημοκρατία, ανάμεσα στους Συντηρητικούς και τους Προοδευτικούς.
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, και οι δύο πολιτικές οικογένειες ταυτίστηκαν υιοθετώντας το οικονομικό δόγμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με αποκρατικοποιήσεις, απελευθέρωση αγορών, κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, παντοκρατορία των τραπεζών και πολλές άλλες πολιτικές που πλήττουν τη μεσαία τάξη και βαφτίζονται «μεταρρυθμίσεις».
Τα λαϊκά αιτήματα για δουλειές, εργασιακή ασφάλεια, καλό εισόδημα, δωρεάν Παιδεία και Υγεία απορρίπτονται ως… μη βιώσιμα σε έναν κόσμο όπου η οικονομική πολιτική πρέπει να συμβαδίζει με τις επιδιώξεις του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, που όταν ακούσει «απεργία» ή «αυξήσεις μισθών» ξεπουλάει τα ομόλογα μιας χώρας προκαλώντας κρίση.
Η απογοήτευση, η αποδοκιμασία και η οργή συμπίπτουν με το έλλειμμα αποτελεσματικής διακυβέρνησης – μιας διακυβέρνησης που θα μπορεί να ικανοποιήσει τα λαϊκά αιτήματα. Μιας διακυβέρνησης που δεν αλλάζει ακόμα και όταν αλλάζει η κυβέρνηση, καθώς οι πολιτικές υπαγορεύονται από τις αγορές και τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, που υπόκεινται στην πίεση των αγορών, αλλά όχι στη βάσανο της εκλογής από τους ψηφοφόρους.
Ταυτόχρονα, υπάρχει έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων, με αποτέλεσμα η ψήφος να οδηγείται στα άκρα. Κυρίως στην Ακροδεξιά, καθώς σε περίοδο αναταράξεων και αβεβαιότητας ο κόσμος επιδεικνύει συντηρητικά αντανακλαστικά. Ζητά επιστροφή σε ένα γνώριμο παρελθόν και όχι σε αβέβαια πειράματα και εξεγέρσεις. Ιδίως όταν καλλιεργούνται ο φόβος και η ανησυχία ότι ακόμα και τα λίγα που έχει πλέον ο κόσμος μπορεί να χαθούν. Ή ακόμα και ο φόβος του πολέμου, όπως συμβαίνει σήμερα.
Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι η Τζόρτζια Μελόνι και οι ψηφοφόροι της. Είναι ότι το σύστημα εξουσίας και διακυβέρνησης πρέπει να δώσει λύσεις στα λαϊκά αιτήματα, αν θέλει να σταματήσει την επέλαση του λαϊκισμού, της αμφισβήτησης και της Ακροδεξιάς.