Πολλές αντιδράσεις έχουν προκαλέσει οι αυξήσεις των τιμών στις μέρες μας και είναι σημαντικό να γίνονται οι απαραίτητες παρεμβάσεις από το Κράτος όπου αυτό είναι δυνατόν αλλά και να ενημερώνονται οι καταναλωτές οι οποίοι μπορούν και αυτοί να επηρεάσουν τις τιμές των αγαθών σε μια ελεύθερη αγορά.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το θέμα είναι περίπλοκο και ότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και πολλές παραμέτρους. Ακούγοντας ο πολίτης συζητήσεις από τα μέσα ενημέρωσης αντιλαμβάνεται ότι ο κάθε ομιλητής επιλέγει να αναφερθεί στους παράγοντες εκείνους που εξυπηρετούν το δικό του αφήγημα, δηλαδή για άλλον αιτία είναι ο πόλεμος και η αύξηση του ενεργειακού κόστους, για άλλον η αισχροκέρδεια, και η πολιτική της κυβέρνησης για άλλον οι μεσάζοντες κ.τλ. Προφανώς και είναι όλα αυτά μαζί αλλά από αυτά που ακούω όμως διαπιστώνω ότι ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις των ομιλητών υπάρχει λανθασμένη λογική σε βασικά θέματα. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω κάποια τεχνικά ζητήματα που δεν έχουν πολιτικές αποχρώσεις με σκοπό να διευκολύνω ώστε η συζήτηση να στραφεί στις περιπτώσεις εκείνες που μπορούν να γίνουν θετικές παρεμβάσεις.
Ένα διαθρωτικό ζήτημα που έχει ως αποτέλεσμα κάποια είδη να αγοράζονται ακριβότερα στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες του εξωτερικού διαχρονικά (επειδή ακριβώς το θέμα είναι διαθρωτικό) είναι το μέγεθος των επιχειρήσεων και το μέγεθος της αγοράς της χώρας παραγωγής ενός προϊόντος. Οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι το κόστος παραγωγής είναι άθροισμα σταθερού και μεταβλητού κόστους. Το σταθερό κόστος ( μισθοί, αποσβέσεις, ενοίκια) επιμερίζεται στις παραγόμενες μονάδες με αποτέλεσμα να παραμένει σταθερό στο σύνολό του αλλά να μειώνεται ως σταθερό κόστος ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, όσο αυξάνονται οι ποσότητες παραγωγής (οικονομίες κλίμακας). Αλλά ακόμα και το μεταβλητό κόστος ( πρώτες ύλες) μπορεί να είναι μικρότερο για μια μεγάλη επιχείρηση που έχει μεγαλύτερες δυνατότητες διαπραγμάτευσης και αποθήκευσης.
Έτσι εξηγείται γιατί πολλά προϊόντα ακόμη και είδη διατροφής μπορούν να παράγονται σε χαμηλότερο κόστος σε μεγαλύτερες και πιο ανεπτυγμένες χώρες που συχνά εκτός από τις οικονομίες κλίμακας υπερτερούν και σε τεχνολογικό εξοπλισμό. Εταιρείες των χωρών αυτών ανεξάρτητα ενώ έχουν τη δυνατότητα να πουλούν σε χαμηλές τιμές πουλούν ακριβότερα στην Ελλάδα επειδή το επιτρέπει ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τιμές καταρχήν διαμορφώνονται από τη ζήτηση και την προσφορά και όχι από το κόστος παραγωγής (όμως μπορούν να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις).
Αντίθετα πολλά παραγόμενα είδη στην Ελλάδα για να γίνουν εξαγωγές πουλούνται χαμηλότερα στο εξωτερικό. Σε πολλές περιπτώσεις έχω κληθεί (από εταιρείες, τροφίμων, ρούχων και καλλυντικών) να υπολογίσω την τιμή εκείνη (διαφορικό κόστος) που αν και χαμηλότερη από τη συνήθη θα προσθέσει κέρδη στην εταιρία.
Πράγματι υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια εξαγωγή σε χαμηλότερες τιμές ακόμα και κάτω του συνολικού κόστους είναι συμφέρουσες σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Όμως αυτό μπορεί να γίνει μόνο για κάποιες συγκεκριμένες παρτίδες που προορίζονται για εξαγωγή σε χώρα ώστε να μην βλάπτονται οι υφιστάμενοι εγχώριοι πελάτες της εταιρείας. Επίσης δεν μπορεί να γίνει για το σύνολο των παραγομένων γιατί αυτό θα επιφέρει τελικά ζημιά στην επιχείρηση.
Υπάρχουν πολλά που μπορεί να γίνουν ώστε η χώρα μας να είναι περισσότερο ανταγωνιστική. Σε κάποιους κλάδους αυτό συμβαίνει ήδη όμως δεν είναι αρκετό και μπορούν να γίνουν πολλά και για άλλους κλάδους.
Πάμε σε ένα άλλο ζήτημα για το οποίο γίνονται συζητήσεις που αφορούν τις αυξήσεις στα καταστήματα της χώρας, μικρά και μεγάλα. Εδώ το σκεπτικό αλλάζει διότι οι καταστηματάρχες αποδέχονται μια «ηθική» στην αύξηση των τιμών. Δηλαδή δεν λένε «έχουμε ελεύθερη οικονομία και πουλάω όσο μπορώ» αλλά απευθύνονται στην κοινωνία και λένε ότι απλά ανταποκρίνονται στην αύξηση του κόστους ώστε να επιβιώσουν και όχι για να κερδοσκοπήσουν. Πότε όμως συμβαίνει αυτό και πότε κερδοσκοπούν; Πρέπει να κρατούν σταθερά τα μικτά κέρδη ως ποσό ή ως ποσοστό. Από τις συζητήσεις που ακούω δεν προκύπτει ότι μιλούν για αύξηση της τιμής ίσης με την αύξηση του κόστους ως απόλυτο νούμερο ούτε ως ποσοστό.
Επίσης δεν προκύπτει πως υπολογίζουν το κόστος ανά μονάδα.
Το θέμα αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται, αν δηλαδή οι μαγαζάτορες πρέπει να διατηρούν τα κέρδη τους σταθερά ως ποσό ή ως ποσοστό επί των πωλήσεων. Υπάρχουν περισσότερες της μίας ορθές αν και διαφορετικές απόψεις.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος είναι Οικονομολόγος- σύμβουλος επιχειρήσεων, Συγγραφέας βιβλίων κοστολόγησης & budgeting (AST BOOKS)