Επί 5 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ μάς δίδαξε ότι πρέπει να σιχαινόμαστε κάποιους: τους πλούσιους, την ανώτερη οικονομικά τάξη, τη μεγαλοαστική τάξη, την μεσαία τάξη…

Επί 5 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε συνεχώς ότι «μεροληπτεί» εναντίον κάποιων και υπέρ κάποιων… Η ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν ντροπή επί ΣΥΡΙΖΑ, το Δημόσιο είναι άγιο και πανάκεια δια πάσαν νόσον. Σε κάθε σκληρό μέτρο κατά των εμπόρων, ελευθέρων επαγγελματιών, ιδιοκτητών ακινήτων, συνταξιούχων ή όσων βγάζουν έστω και 1 ευρώ παραπάνω από όσα βγάζει το ½ των υπολοίπων Ελλήνων, επιχειρηματολογούσε πάντα πως είναι επιλογή του «υπέρ των πολλών».

Τρίχες!

Ο ΣΥΡΙΖΑ – «πατερούλης» πατρονάρει και χαιδεύει μονίμως όσους περισσότερους μπορεί, ενώ κατηγορεί και ενοχοποιεί όποιον ξεχωρίζει, την αριστεία, τους επιτυχημένους, τους φιλοπρόοδους, τους σκληρά εργαζόμενους που αγωνίζονται να θρέψουν τρία ή τέσσερα ή και παραπάνω στόματα -και όχι μόνον το τομάρι τους.

Διόρθωση: δεν στοχοποιεί μόνον αυτούς. Στοχοποιεί όποιον προσπαθεί ή διαννοηθεί να τα επιδιώξει αυτά!

Καλλιεργεί τη ζήλεια, την φυγοπονία, την τεμπελιά, τον αριβισμό, τα κόμπλεξ και τα κατώτερα ένστικτα που ενυπάρχουν σε κάθε ψυχή και σε κάθε άνθρωπο, για να μιλήσει με όρους ταξικούς και τοξικούς.

Και τώρα, είδαμε πού οδηγεί όλο αυτό:

Αν κάποιος μιλούσε υπέρ της επονομαζόμενης ως «μεσαίας τάξης», χαρακτηριζόταν βολεμένος, υπηρέτης συμφερόντων και εχθρός του λαού. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέφραζε απλώς «τον λαό», δεν μεροληπτούσε «υπέρ του λαού» αλλά, ακόμα χειρότερα, το έπαιζε πως είναι «ο ίδιος ο λαός» -σαρξ εκ της σαρκός του, ένας από εμάς και ό,τι είμαστε όλοι εμείς! Ο Γκέμπελς θα αυτοκτονούσε που δεν το σκέφτηκε πρώτος (ή μήπως το σκέφτηκε;)…

Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών όμως, έφερε μια μεγάλη ανατροπή: τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί και …«μεροληψία» υπέρ της «μεσαίας τάξης». Το λέει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, το λένε πια όλοι όλοι στο ΣΥΡΙΖΑ, εκαταλείποντας πολιτικές ή οικονομικές θεωρίες που μας δίδαξαν και γαλούχησαν τα πρώτα χρόνια «Αριστερά»…

Ευτυχώς όμως, παρά την οικονομική κρίση και την πλύση εγκεφάλου, ο Έλληνας έχει ένα μοναδικό ένστικτο επιβίωσης. Καταλαβαίνει βαθιά μέσα του ότι η χώρα που γέννησε εφοπλιστές, εμπόρους, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, επαναστάτες, δασκάλους του Γένους, δεν μπορεί να γίνει και …εντελώς ΣΥΡΙΖΑ!

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βάπτιζε την εκλογική του πελατεία «εξαθλιωμένους» ενώ, ταυτόχρονα, φρόντιζε να αποδείξει πως είναι -ή να τους κάνει να είναι- εξαθλιωμένοι, έσκαβε τον λάκκο του.

Από κατασκευής του, ο ΣΥΡΙΖΑ χτίστηκε πάνω στο αφήγημα της θυματοποίησης. Οι «προλετάριοι» του 19ου και 20ου αιώνα, έγιναν στη δεκαετία του 2000 «η γενιά των 700 ευρώ» και, τώρα, «τα θύματα της Κρίσης και των Μνημονίων». Θυματοποίησε και τον εαυτό του ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ, δικαιολογώντας τα λάθη και τις ήττες του σαν, δήθεν, «εκβιασμούς» και «συνομωσίες» κάποιων άλλων, εντός ή εκτός Ελλάδος: τα μεγάλα συμφέροντα, τα διευθυντήρια της ΕΕ, η κρατούσα τάξη, οι πολιτικοί του αντίπαλοι, τα συστημικά ΜΜΕ κλπ κλπ.

Φταίνε πάντα κάποιοι οι άλλοι, ποτέ εμείς! Δεν είναι ντροπή, η δουλειά τους είναι αυτή…

Κάποιες φορές, θα ένοιωθε κανείς ασφαλώς καλύτερα αν προτιμούσε να του είχαν κάνει λοβοτομή και να τα αποδεχτεί όλα αυτά, αντί να αρρωσταίνει ακούγοντας συνεχώς ένα κήρυγμα που ζέχνει μίσος κατά πάντων, για ό,τι στραβό συμβαίνει και ζει.

Για αυτό ρώτησα κάποιον γνωστό συνάδελφο δημοσιογράφο, που αναπαρήγαγε όλο αυτό: «Δεν βαριέσαι να μισείς;»

Αλλά ο Έλληνας έχει και ένα καλό (ή κακό): σκέπτεται και με το μυαλό, όχι μόνον με το στόμα, την κοιλιά και το θυμικό, όπως πάντα θα ήθελε η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (ας μη γενικεύουμε επικίνδυνα).

Από τα αρχαία χρόνια, η Ελλάδα είχε μιαν άλλη προσέγγιση για τη φτώχεια: μπόρεσε και ύμνησε την φτωχολογιά, γέννησε μεγάλους Φιλοσόφους που έζησαν ως ζητιάνοι, είπε πως «δεν είναι ντροπή να είναι κανείς φτωχός αλλά να μην προσπαθεί να βγει από τη φτώχεια του». Πάντα μιλούσε με αγάπη για τη φτώχεια, χωρίς μίσος για τη «μη φτώχεια». Ακόμα και το «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» δείχνει ότι ο Έλληνας πάντα ήθελε κάτι καλύτερο, αλλά δεν μίσησε την «αρχοντιά», παρά ανέδειξε αξίες εφάμιλλες της αρχοντιάς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό δεν το αντέχει. Θέλει όλοι να νοιώθουν πιο φτωχοί, και από όσο ακόμα είναι! Για να τους εξαγοράζει με 30-40 ευρώ παραπάνω επίδομα, και ας τους έχει πάρει ήδη 50 και 100 για να το πετύχει.

Κυρίως όμως, έξω από κάθε οικονομική λογική, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να θυματοποιήσει εκείνους που θα έπρεπε να κινητοποιήσει για να κάνουν την δική τους προσωπική επανάσταση, να τους κάνει να νοιώσουν ανώτεροι και όχι κατώτεροι από ό,τι είναι. Να αγωνιστούν να γίνουν καλύτεροι οι ίδιοι πρώτα, και όχι καλύτεροι «από κάποιους άλλους».

Όταν τα καταφέρνει, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει. Αυτό είναι το δικό του «γήπεδο».

Όταν όμως κάποιοι νοιώθουν ότι μπορούν καλύτερα από ό,τι ως τώρα μπόρεσαν, ο ΣΥΡΙΖΑ (και όλο το παλιό πολιτικό σύστημα στο οποιο ανήκει και ο ΣΥΡΙΖΑ) ανησυχεί. Ανησυχεί γιατί δεν μπορεί να τους εκφράσει, δεν μπορεί να τους ελέγξει, δεν μπορεί να τους έχει «στο τσεπάκι του».

Μετά 10 χρόνια κρίσης όμως, ο Έλληνας δεν αντέχει να τον θεωρούν άλλο πια «πρόβατο». Ξέρει ότι μπορεί, αλλά δεν τον αφήνουν. Και ιδίως η «μεσαία τάξη» -αυτοί δηλαδή που έχουν καταφέρει και κάτι στη ζωή τους- το έχει λυμένο. Ακόμα και αν έχασε ό,τι είχε, ξέρει ότι γίνεται να κάνει ξανά κάτι καλό. Δεν μπορεί να το περιμένει ούτε από «πατερούληδες», ούτε από «εθνοπατέρες».

Όσοι έχουν προσπαθήσει έστω και μια φορά στη ζωή τους να κάνουν κάτι στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε γνωριμίες, βύσματα, κλαδικές, οργανώσεις και κόμματα, ξέρουν πόσο μεγάλη ντροπή είναι να τρέχεις από κόμμα σε κόμμα για να διορίσεις ή να διοριστείς, να εκλεγείς ή να βολευτείς. Και αν πριν μισό αιώνα η δικαιολογία ήταν «ο αριστερός φάκελος» ή «το κράτος της Δεξιάς», μετά από 70 χρόνια Ειρήνης στην Ευρώπη και 30 χρόνια μετά την πτώση του «Τείχους» και του Ανατολικού Μπλοκ, όλα αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν.

Η ψυχή του Έλληνα, κουβαλάει πολλά. Κάποτε όμως βγαίνουν στην επιφάνεια τα πιο καλά…

Οι εκλογές δεν μπορεί να γίνονται πάλι ξανά με διαχωρισμούς σε καφενεία, τάξεις, προνομιούχους και μη. Απέναντι σε αυτά, γενιές ολόκληρες έχουν αξιώσει και κερδίσει Παιδεία, Ελευθερία, Ευκαιρίες, Πρόνοια, Δικαιοσύνη.

Τα λεφτά πάνε και έρχονται, η Ανάπτυξη ή οι κρίσεις φεύγουν και επιστρέφουν, αλλά η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η κοινή λογική είναι το μόνο που δεν χάνεται, ακόμα και όταν κάποιες φορές τα κηρύγματα μίσους και οι φασιστικές πρακτικές κυριαρχούν.

Άλλοι έχουν πιο πολλά λεφτά, άλλοι λιγότερα… Αυτό δεν σημαίνει ότι κανένα κόμμα μπορεί να υπόσχεται «λεφτά σε όλους». Ακόμα και ο Δημήτρης Γληνος όταν έγραφε το Μανιφέστο της Αριστεράς πριν 75 χρόνια («Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ») αποδομούσε καυστικά το «όλοι τα θέλουν όλα» (πιάνα στα σπίτια τους, μεταξωτές δαντέλες και πολυτέλειες κλπ κλπ).

Αντιθέτως, «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται σωστά». Και αυτό δεν είναι προνόμιο ή …το «πρόγραμμα» κανενός κόμματος και κανενός «πατερούλη», αλλά «άγκυρα» βαθιά ριγμένη μέσα στην ψυχή κάθε Έλληνα.

Υπάρχει μια εξήγηση βέβαια για ποιο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει ακόμα ακροατήριο. Δεν είναι απλώς και μόνον μια τιμωρητική διάθεση κατά όσων έχουν ευθύνες για τις δυστυχίες μας. Κάποιοι δεν έχουν δουλέψει ποτέ ή δεν έχουν κάνει τίποτα στη ζωή τους. Είναι δηλαδή εκείνο που μου έλεγε πριν 4,5 χρόνια ένας έξυπνος νέος άνθρωπος που ήταν ο «ενδιάμεσος» ανάμεσα στον Βαρουφάκη και στο Μαξίμου. Ενώ συμφωνούσε πως γίνονταν λάθη, μου έλεγε πως «υπάρχει μια διαφορά: εγώ έχω δουλέψει στη ζωή μου και μπορώ να το καταλάβω. Οι σύντροφοί μου όμως όχι»!

Αυτοί, είτε έχουν βρει εύκολα ή έτοιμα λεφτά, είτε όχι, δεν θα γίνουν ποτέ «μεσαία τάξη» για την οποία μιλά τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή είναι η μεσαία τάξη: ό,τι και αν έχει ψηφίσει στη ζωή της, όπως και αν (αυτό-) προσδιορίζεται, όσα και και βγάζει ή αν έχει, διαθέτει τρία κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα: μόρφωση, επίπεδο, αξιοπρέπεια. Όχι οικονομική επιφάνεια κατ’ανάγκη –μπορεί να είναι ακόμα στην αρχή και να την δημιουργεί ή να την είχε παλαιότερα και να την έχασε- αλλά γνωρίζει καλά δέκα πράγματα και δεν μπορεί να προσποιηθεί για πολύ ότι τα ξέχασε.

Η «μεσαία τάξη» έχει δυσκολίες, προσπαθεί να τις εξηγήσει και να τις κατανοήσει. Δεν συγχωρεί στον εαυτό της να μην τις ξεπερνά. Ακόμα και αν κάποτε επαναπαύεται ή βολεύεται σε δικαιολογίες της στιγμής, ξέρει ότι πρέπει να προχωρήσει παρακάτω και μπορεί να κερδίσει ξανά τον χαμένο χρόνο. Και ξέρει, κυρίως, ότι κανείς δεν της χάρισε τίποτε, χωρίς να της έχει πάρει περισσότερα. Όλα από τα χέρια και την πλάτη της βγαίνουν.

Και αυτό δεν είναι ταξικός διαχωρισμός. Είναι κάτι αληθινό και ανθρώπινο, που λέγεται «αξιοπρέπεια». Που δεν στην κλέβει και δεν στη χαρίζει κανείς, αν την έχεις αποκτήσει μόνος σου.

* 25 χρόνια χωρίς τον Μάνο Χατζηδάκι… Από μόνο του αυτό εξηγεί πολλά για όσα ζούμε.