Η καρδιά της πραγματικής οικονομίας – συγχωρείστε με!- αλλά δεν κτυπά πλέον στην Λεωφόρο Αθηνών εκεί που από χρόνια έχει μετακομίσει η πάλαι ποτέ κραταιά Σοφοκλέους. Η καρδιά της πραγματικής οικονομίας – πιστέψτε με!- κτυπά στις ουρές της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ, στις ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων στις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, στα απανωτά αδιέξοδα της σχέσης των πολιτών με την Εφορία και τα Ασφαλιστικά Ταμεία…
Οι επιδόσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών – λίγο πριν τον γκρεμό- είναι γνωστές σε όλους. Υπεράνω πάσης (αρνητικής) προσδοκίας. Η απαξίωση της χρηματιστηριακής αγοράς (δυστυχώς!) δεν σχετίζεται με το σημερινό επίπεδο των τιμών των μετοχών αλλά με την αδυναμία να τεκμηριωθεί εν τοίς πράγμασι μια αναπτυξιακή προοπτική. Εκεί βρίσκεται και το κλειδί όχι μόνο για την αγορά της Λεωφόρου Αθηνών αλλά συνολικά για την χώρα μας. Οι ουρές δεν πρόκειται να μικρύνουν ούτε στο ελάχιστο, τα αδιέξοδα δεν πρόκειται να αρθούν αν δεν υπάρξει ανάπτυξη που οι θετικές της επιπτώσεις να φτάσουν στο επίπεδο του νοικοκυριού – και αυτό θα γίνει μόνο αν υπάρξουν καινούργιες δουλειές, καινούργιες θέσεις εργασίας, καινούργια εισοδήματα.
Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να αρχίσει να φωτίζεται και το κρίσιμο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων -τουλάχιστον στο επίπεδο των χρεών των νοικοκυριών και των μικρών- μεσαίων επαγγελματιών. Και σε αυτήν την κατηγορία των δανείων αλλά και σε υποθέσεις μεγάλων επιχειρηματικών δανείων η λύση δεν είναι ο μονόδρομος των δικαστηρίων και των πλειστηριασμών. Αλλά, για αυτό χρειάζεται σχέδιο και κυρίως αποτελεσματικές δημόσιες πολιτικές αναπτυξιακής πνοής από την πλευρά της κυβέρνησης με αποδέκτες τις τράπεζες ( ο ουσιαστικός έλεγχος των οποίων πρέπει να περάσει – εδώ και τώρα- σε έμπειρα στελέχη της εγχώριας αγοράς).
Αλλά, αναπτυξιακή προοπτική με την παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να διαμορφωθεί και να υπηρετηθεί σταθερά και με συνέπεια. Η κυβέρνηση Τσίπρα φθάνει μόνο μέχρι του σημείου να συζητά για επιδόματα, παροχές και προσλήψεις. Όλα τα άλλα – τα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας- δεν την αφορούν και δεν την ενδιαφέρουν. Με λίγα λόγια, η οικονομία – η πραγματική οικονομία και οι άνθρωποι της- δεν είναι ο κλασσικός πελάτης του ΣΥΡΙΖΑ plus.