Για να είμαι ειλικρινής το είδα πρώτα στο twitter ως ποστάρισμα στον λογαριασμό του ΣΕΒ. Εκεί διάβασα το εξής: «Η Ελλάδα καινοτομεί… χωρίς αντίκρυσμα. Ενώ τα πανεπιστήμια παράγουν γνώση και ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καινοτομούν, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει αντίστοιχα αποτελέσματα εμπορικής εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης».
To «Η Ελλάδα καινοτομεί… χωρίς αντίκρυσμα» με ενόχλησε αλλά και με ταρακούνησε. Μια προκλητική επισήμανση που δυστυχώς μένει εκτός δημοσίου διαλόγου. Άλλωστε, αυτές οι λεπτομέρειες που αναδεικνύουν οι ερευνητές του ΣΕΒ είναι εκτός πεδίου για την κυβέρνηση Τσίπρα. Το «δημόσιο πανεπιστήμιο» για εκείνους είναι μόνο το αμφιθέατρο των νιάτων τους και τίποτα παραπάνω!
Στη συνέχεια προσέφυγα την πηγή του post , στο εβδομαδιαίο δελτίο. Εκεί διάβασα τα εξής: «Ενώ είναι διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι υψηλής εξειδίκευσης, ενώ δαπανώνται μεγάλα ποσά για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) από το Ελληνικό Δημόσιο και τα πανεπιστήμια, και ενώ δημοσιεύονται πολλές διεθνείς επιστημονικές εργασίες από Έλληνες επιστήμονες, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει αντίστοιχα αποτελέσματα εμπορικής εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης. Αυτό πιθανότατα συμβαίνει διότι οι αντίστοιχες διασυνδέσεις του κράτους και των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις είναι από ασθενείς έως ανύπαρκτες». Και πώς να μην είναι όταν οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης αλλά μαζί τους και όλη η κομματική Κουμουνδούρου κραυγάζει το «έξω οι επιχειρήσεις από το Πανεπιστήμιο»; Όταν η επιχειρηματικότητα –παρά τα όσα λένε ψευδώς στους Ευρωπαίους γραφειοκράτες και άλλους πρόθυμους πολιτευτές των Ευρωεκλογών οι πάσης φύσεως και καταγωγής κυβερνητικοί του ΣΥΡΙΖΑ- είναι ο μεγάλος εχθρός τους. Και αυτό για έναν και μόνο λόγο: Μισούν και πολεμούν ότι δεν ελέγχουν και ότι δεν ελέγχεται… Προτιμούν μόνο τις δοσοληψίες με κρατικοδίαιτους μπαταχτσήδες με ενδιάμεσους «Μανωλάκηδες».
Αλλά, ας επιστρέψουμε στα δεδομένα: «Εν προκειμένω, οι κοινές ερευνητικές δημοσιεύσεις μεταξύ φορέων του δημοσίου (και πανεπιστημίων) και του ιδιωτικού τομέα είναι μόλις το 1/4 του μέσου όρου στην ΕΕ-28. Έτσι, η παραγόμενη γνώση παραμένει εσωστρεφής, με την έρευνα να είναι μια σχεδόν βιοποριστική δραστηριότητα, χωρίς να δημιουργούνται δευτερογενείς επωφελείς επιδράσεις στην οικονομία της χώρας. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει μια μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ της υψηλής παραγωγής γνώσης από τους ερευνητές και καινοτομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων από τη μια πλευρά, και των λιγοστών αιτήσεων για ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας (μισή πατέντα ανά δισ. ΑΕΠ, έναντι 3,5 πατεντών στην ΕΕ-28, 9 στη Σουηδία και 10 στο Ισραήλ), και για κατοχύρωση εμπορικών σημάτων και εμπορικών σχεδίων προϊόντων (design) σε σχέση με την ΕΕ-28, από την άλλη.
Επίσης, οι εξαγωγές προϊόντων μέσης και υψηλής τεχνολογίας, καθώς και υπηρεσιών εντάσεως γνώσης, παραμένουν σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα, σε σύγκριση με την ΕΕ-28, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεμονωμένες εξαγωγές υψηλής ποιότητας ή και καινοτομίας».
Και όλα αυτά έχουν τις συνέπειες τους. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. «Το παράδοξο αυτό φαινόμενο σχετίζεται με την έλλειψη ενός βιώσιμου οικοσυστήματος καινοτομίας που να ενθαρρύνει την ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και να αποτελεί την κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Διαπιστώνουμε επιπλέον μια λιγότερο γνωστή διάσταση του brain drain, καθώς υπάρχουν πολλοί Έλληνες ερευνητές σε εγχώρια πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα που στοχεύουν στην εμπορική εκμετάλλευση της έρευνάς τους, όμως επιλέγουν να αναπτύσσουν εμπορικές ιδέες με χρηματοδότηση και συνεταίρους στο εξωτερικό. Από την άλλη, η όποια καινοτομία αναπτύσσεται εμπορικά από τις ελληνικές επιχειρήσεις, απευθύνεται περισσότερο στην εσωτερική παρά τη διεθνή αγορά, καθώς δεν είναι κατά κανόνα συνδεδεμένες σε διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες αξίας. Πρόκειται, λοιπόν, για καινοτομία εσωτερικής χρήσεως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λαμπρά παραδείγματα ελληνικής καινοτομίας, που διαπρέπουν στις διεθνείς αγορές. Είναι, όμως, η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα».