Ο 61χρονος Φώτης Ραπακούσης, από τα μέρη της Κόνιτσας, φούρναρης το επάγγελμα, είναι μανιώδης συλλέκτης ιστορικών κειμηλίων. Χάρις σε εκείνον στα κτίσματα της παλαιάς Μονής Παντελεήμονος – ιδιοκτησίας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων- στο Νησάκι λειτουργεί τα τελευταία χρόνια ένα Μουσείο αφιερωμένο στον Αλή Πασά.

Πέραν όλων των άλλων εκθεμάτων ο επισκέπτης μπορεί να δει και να θαυμάσει το καριοφίλι του. Ένα όπλο που είναι φιλοτεχνημένο περίτεχνα, από χρυσό και ασήμι, και αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της παραδοσιακής ηπειρώτικής τέχνης. Επιπλέον, το καριοφίλι έχει ταυτότητα: Δίπλα στον μηχανισμό πυροδότησης είναι σκαλισμένα, σε λόγια γραφή «Αλη-Παcια 1804».

Σε διπλανό κτίσμα, φιλοξενείται ένα δεύτερο σημαντικό ιστορικό κειμήλιο, ένα επίσης «δυνατό χαρτί» για το Μουσείο. Πρόκειται για το ασημένιο ξιφίδιο του εθνικού ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη, το οποίο κατασκευάστηκε το 1813 από Γιαννιώτες ασημουργούς.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο χώρο όπου ο Αλή Πασάς συναντήθηκε με τη μοίρα του και το κεφάλι του πήγε πεσκέσι στο Σουλτάνο μαζί με την κυρά Βασιλική και τον έμπιστο του Βάγια στήθηκε ένα μικρό θεματικό μουσείο όπου τα βγάζει πέρα με το εισιτήριο που πληρώνουν οι επισκέπτες και το οποίο αν δεν με απατά η μνήμη μου είναι 6 ευρώ για τους ενήλικες. Με αυτό το έσοδο τα φέρνει βόλτα ο Φώτης Ραπακούσης και πληρώνει υποχρεώσεις – όπως τα νοίκια στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων. Και όμως είναι εκεί και το παλεύει.

Βρέθηκα στο Νησάκι και το Μουσείο το πρωί της περασμένης Κυριακής και συνάντησα στο πρόσωπο του Φώτη Ραπακούση πέραν όλων των άλλων ιδιοτήτων του- εμπνευστής και δημιουργός ενός θεματικού μουσείου, συλλέκτης ιστορικών κειμηλίων- ένα προικισμένο αν όχι γεννημένο storyteller που ζει μέσα από την «ζουμερή» αφήγηση του τον ίδιο το χρόνο και τη διαδρομή της ιστορίας. Ο Φώτης δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, όπως για παράδειγμα, ένα διοικητικό στέλεχος κάποιας Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων – ούτε καν φύλακας μουσείου ή αρχαιολογικού χώρου. Είναι ιδιώτης, ένας επιτυχημένος φούρναρης με ένσημα δεκαετιών που πάλευε με τα ζυμάρια για να έχει την άνεση να αγοράζει κειμήλια! Και δεν είναι μόνο αυτό – όταν τον ρωτάς σε ποιόν ανήκουν όλα αυτά σου δίνει γρήγορα και κοφτά μια απάντηση που χρειάζεται δύναμη ψυχής. Η απάντηση είναι: «Στο τόπο». Με άλλα λόγια, ο Φώτης από τα μέρη της Κόνιτσας συνεχίζει τη παράδοση της ευεργεσίας που βλάστησε και έδωσε καρπούς σε αυτά τα χώματα της Ηπειρωτικής γης κόντρα σε λογικές δημοσιουπαλληλίας και χρηματικών ενταλμάτων και …εγγραφής κονδυλίων στον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού. Κακά τα ψέματα Πολιτισμός με κρατικά λεφτά ( ή μόνο με κρατικά λεφτά) δεν γίνεται…

Το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου ο Φώτης δάνεισε δύο αυθεντικές στολές από την συλλογή του – η μία 150 ετών, η άλλη γύρω στα 200- στο χορευτικό συγκρότημα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών που συμμετείχε στην εκδήλωση των εγκαινίων του νέου Μουσείου Αργυροτεχνίας που βρίσκεται στο Κάστρο Ιωαννίνων, και συγκεκριμένα στον δυτικό προμαχώνα της νοτιανατολικής ακρόπολης (Ιτς Καλέ) και καταλαμβάνει τις δύο στάθμες του προμαχώνα, καθώς και το κτίσμα των παλαιών μαγειρείων που εφάπτεται σε αυτόν. Πρόκειται για το 9ο μέλος του Δικτύου των Θεματικών Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς(ΠΙΟΠ) – το 9ο ενός πρώτου κύκλου που χρειάστηκε 15 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Και όπως τόνισε μιλώντας στα εγκαίνια του Σαββάτου η πρόεδρος του ΠΙΟΠ κα Σοφία Στάϊκου – παρουσία του νυν προέδρου της Δημοκρατίας κ. Πρ. Παυλόπουλου και του πρώην προέδρου κ. Κάρολου Παπούλια- «το Μουσείο Αργυροτεχνίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναδεικνύει τα άριστα αποτελέσματα στα οποία μπορεί να φτάσει η σύμπραξη μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και στον πολιτισμό, που δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Αρκεί, βέβαια, να υπάρχει πάντα το όραμα, η θέληση και οι κατάλληλοι άνθρωποι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η πολύ καλή συνεργασία και το αποτέλεσμα, υπερέβησαν και τις αρχικές προσδοκίες – και μιλάμε για ένα Μουσείο που κατασκευάστηκε μέσα σε έναν μνημειακό τόπο».

Δεν ξέρω αν ο νυν υπουργός Πολιτισμού κ. Αρ. Μπαλτάς έχει επισκεφθεί το Νησάκι των Ιωαννίνων και έχει κάνει το κόπο να φτάσει μέχρι το Μουσείο του Φώτη Ραπακούση αλλά εκείνο που γνωρίζω από πρώτο χέρι ήταν η καταγεγραμμένη απουσία του από τα εγκαίνια του Σαββάτου. Ούτε εκείνος, ούτε καν η γενική γραμματέας του υπουργείου δεν βρήκαν το χρόνο για να τιμήσουν μια δημιουργική προσπάθεια που τροφοδοτεί το πολιτισμικό απόθεμα προσδίδοντας προστιθέμενη αξία στο τόπο.

Το έχω γράψει πολλές φορές και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω σε κάθε περίπτωση: Η «βαριά» βιομηχανία αυτής της χώρας είναι ο χώρος της συνάντησης του Πολιτισμού και του Τουρισμού με την «δημιουργική βιομηχανία». Στην τελευταία εντάσσονται και τα Μουσεία της νέας εποχής με το πολυμεσικό περιεχόμενο που διαμορφώνει το έδαφος για την οικονομία της εμπειρίας και του βιώματος. Το μουσείο του Φώτη Ραπακούση στο Νησάκι, το μουσείο του ΠΙΟΠ στο Κάστρο των Ιωαννίνων…