Η αιφνιδιαστική κίνηση του Πεκίνου να υποτιμήσει το γουάν στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 20 χρόνων προκαλεί διακυμάνσεις στις αναδυόμενες αγορές και στα νομίσματα που στηρίζονται σε εμπορεύματα, ενώ η ανατίμηση του δολαρίου ίσως προσφέρει στην Τζάνετ Γέλεν, πρόεδρο της Fed, λόγους να καθυστερήσει την αύξηση των επιτοκίων που αναμένεται τον επόμενο μήνα, την ώρα που ευρωζώνη και Ιαπωνία, που βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια νομισματικής χαλάρωσης, επιθυμούν υποτίμηση των νομισμάτων τους σε μια προσπάθεια να τονώσουν τους εξαγωγείς που έχουν μεγάλες εμπορικές σχέσεις με την Κίνα.
Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οι εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, ίσως δυσχεράνουν τα σχέδιά της για τόνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης. Τις προσεχείς εβδομάδες θα αντιμετωπίσουν έναν κόσμο, στον οποίο η Κίνα έχει υποτιμήσει το γουάν, το πετρέλαιο έχει κατακρημνισθεί κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι και οι επενδυτές, που είχαν τοποθετήσει κεφάλαια στις αναδυόμενες αγορές, έχουν υποστεί πλήγματα.
Oι αντι-πληθωριστικές πιέσεις από την Κίνα, η κατάσταση των αναδυόμενων αγορών, καθώς και η πτώση στις τιμές των εμπορευμάτων καθιστούν δυσκολότερο για την ΕΚΤ να επιτύχει τον στόχο της για τον πληθωρισμό. Τα πράγματα από τα τέλη Ιουλίου και μετά επιδεινώθηκαν. Η κάμψη στις τιμές του «μαύρου» χρυσού και οι φθηνότερες εισαγωγές προϊόντων στην Ευρώπη από χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας μετά την υποτίμηση του γουάν και άλλων νομισμάτων της περιφέρειας ίσως επιτείνει το πρόβλημα.
Οι προσδοκίες της αγοράς για το ΔΤΚ κυμαίνονται περίπου στο 1,6% τον Αύγουστο, σχεδόν δηλαδή στα ίδια χαμηλά επίπεδα του Μαρτίου, οπότε και ενεργοποιήθηκε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το γεγονός αυτό αυξάνει τις πιέσεις προς την ΕΚΤ να θέσει υπό συζήτηση την επέκταση ή παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης πέραν του καλοκαιριού του 2016.
Η παρατηρούμενη ενδυνάμωση του δολαρίου προκαλεί προβλήματα στα νομίσματα των αναδυομένων αγορών και στις χώρες εξαγωγείς εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα τα νομίσματα αυτά διολισθαίνουν προκαλώντας φυγή ξένων κεφαλαίων δημιουργώντας προβλήματα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Το μεξικανικό πέσο, το κολομβιανό πέσο, το χιλιανό πέσο, το ρωσικό πέσο, η τουρκική λίρα , το καζακστανικό τέντζε υποτιμήθηκαν από 2,0% έως και 25%.
Το «σκάσιμο» της χρηματιστηριακής φούσκας της κινέζικης οικονομίας ( -37% από τα μέσα του Ιουνίου 2015) , κάτι το αναμενόμενο για αρκετούς αναλυτές, είχε ως αιτία τη μείωση των κινέζικων εξαγωγών και ως αποτέλεσμα την φυγή κεφαλαίων από την Κίνα αλλά και την σχετική προσαρμογή των μεγάλων χρηματιστηριακών αγορών των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Θα πρέπει να σημειώσουμε πάντως ότι το χρηματιστήριο της Κίνας εξακολουθεί να είναι «περιφερειακό» και να μην επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιδόσεις στα χρηματιστήρια του «κέντρου».
Υπάρχουν δύο λόγοι που εξηγούν την κίνηση της Κίνας.
Ο πρώτος είναι ότι εδώ και καιρό επιδιώκει την απελευθέρωση της πολιτικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της με στόχο τη διεύρυνση της χρήσης του γουάν στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συναλλαγές με τους εμπορικούς εταίρους της.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η Κίνα θέλει την ένταξη του γουάν στην ομάδα των κύριων αποθεματικών νομισμάτων. Η πολιτική αυτή θα βοηθήσει την Κίνα, θεωρητικά τουλάχιστον, στην εισροή παγκοσμίων πλεονασμάτων ώστε να χρηματοδοτήσει το χρέος της και να εξαγάγει ένα μέρος των αποπληθωριστικών πιέσεων.
Στη συνέχεια οι διαδοχικές εξελίξεις θα εξαρτηθούν από τον βαθμό διακύμανσης που θα επιτραπεί στο γουάν. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ένα κύμα αποπληθωρισμού προς τον υπόλοιπο κόσμο, με σαφείς συνέπειες στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως. Για τον ίδιο κάποιοι θεωρούν ότι η κίνηση δημιουργίας τουλάχιστον του θεωρητικού πλαισίου για μια ελεύθερα κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί ένα θετικό βήμα στην προσπάθεια της Κίνας να μεταμορφωθεί σε ένα πλήρως λειτουργικό μέλος της διεθνούς οικονομικής κοινότητας. Άλλοι πάλι θα ανταπαντήσουν ότι η συγκεκριμένη κίνηση ενδέχεται να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες και να οδηγήσει στο επόμενο και πιο σκληρό στάδιο των παγκόσμιων νομισματικών πολέμων.
Ο δεύτερος, λιγότερο θετικός λόγος είναι ότι η οικονομία της χώρας βρίσκεται ξεκάθαρα σε κάμψη και έπειτα από μια περίοδο συνεχόμενης ενίσχυσης του νομίσματος (το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε από το 1994 ως σήμερα κατά 133% περισσότερο από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της, εν τούτοις η αντίστοιχη αύξηση της ισοτιμίας του νομίσματός της ήταν μόλις 64%) η Κίνα διεκδικεί πλέον μια συμμετοχή στους παγκόσμιους νομισματικούς πολέμους, στο πλαίσιο των οποίων έλαβε χώρα μια ολόκληρη σειρά υποτιμήσεων σε διάφορα νομίσματα από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Πόσο θα πρέπει, πραγματικά, να μας απασχολούν οι πρόσφατες εξελίξεις στην οικονομία της Κίνας;
Πρόκειται για μια αναμενόμενη προσγείωση της χρηματιστηριακής φούσκας της κινέζικης οικονομίας , με τις απαραίτητες συγκυριακές αρνητικές συνέπειες στο νομισματικό – χρηματιστηριακό επίπεδο ή πρέπει να σκεφτούμε ότι η μεγέθυνση του συνόλου των θεμελιωδών των αναδυομένων οικονομιών έχει τελειώσει, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία;
Για να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες και να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τις μπερδέψουμε με τα συμπτώματα.
Σε μια δύσκολη στιγμή για την παγκόσμια οικονομία που ακόμη δεν έχει συνέλθει από την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, με χαμηλά επίπεδα συνολικής ζήτησης (χαμηλές επενδύσεις και υπόλοιπες δαπάνες) σε πολλές χώρες η παρουσιαζόμενη στασιμότητα στις εξαγωγές της Κίνας αλλά και της Γερμανίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκπληξη.
Η παγκόσμια πτώση των τιμών των πρώτων υλών προκάλεσε αντιπληθωριστικές πιέσεις εξαναγκάζοντας την Κίνα να προχωρήσει σε υποτίμηση του γουάν. Αυτή η ενέργεια αποτελεί απλή απάντηση σε μια υπερτίμηση του νομίσματος (όπως θεωρείται από ορθόδοξους αναλυτές) ή μια στρατηγική απόφαση για να διευκολύνει τις εξαγωγές της σε μια κατάσταση αντιπληθωρισμού και μείωσης της ζήτησης;
Η απάντηση θα προέλθει από την προσεκτική μελέτη των δεδομένων. Τα τελευταία δέκα έτη (2004-2014) η μεγέθυνση του κινέζικου ΑΕΠ προήλθε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50,0% , από τις επενδύσεις (κυμαίνονται στο 46,0% του ΑΕΠ, το 2013) και όχι από τις εξαγωγές όπως συνήθως αναφέρεται. Συγκεκριμένα την περίοδο 1995-2010 οι εξαγωγές αυξάνονταν κατά 17,0% και οι εισαγωγές κατά 14,8%. Αντίστοιχα την περίοδο 2011-2014 οι εξαγωγές αυξάνονταν κατά 7,525% ενώ οι εισαγωγές κατά 8,425%.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία το πρώτο εξάμηνο του 2015 οι ΑΕΠΚ έχουν μειωθεί σε επίπεδο του 2000. Αυτό οφείλεται στη σημαντική μείωση των επενδύσεων στον τομέα της στέγασης που προκαλεί μειώσεις και στους συνδεδεμένους με αυτόν τομείς.
Η απάντηση της κυβέρνησης του Πεκίνου θα έπρεπε να είναι μια δημόσια επενδυτική δραστηριότητα , όχι στους παραδοσιακούς κλάδους που είναι υπερκορεσμένοι αλλά στους κλάδους παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων , υπηρεσιών, στον τουρισμό, στην υγεία στην εκπαίδευση, στην πράσινη οικονομία και στην τεχνολογία. Αυτό θα συνιστούσε μια πραγματική «διαρθρωτική μεταρρύθμιση» και θα οδηγούσε την κινεζική οικονομία σε μακροχρόνια αναπτυξιακή ισορροπία.