Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, η Ε.Ε. διαφοροποιείται τόσο από τα συμβατικά κράτη του «νεωτερικού κόσμου» όσο και από τον «προνεωτερικό κόσμο», δηλαδή το χάος που προηγήθηκε του κράτους και έπεται των αυτοκρατοριών.
Η μετανεωτερική Ε.Ε. προσφέρει το όραμα ενός μεταμοντέρνου «συνεργατικού διακυβερνητικού χώρου», με κοινό επίπεδο ελευθεριών και κοινή ασφάλεια, με μειωμένη εθνική κυριαρχία – στοιχείο που χαρακτήριζε όλες τις αυτοκρατορίες στην Ιστορία.
Μέσα από τις μακροχρόνιες διαδικασίες του ευρωπαϊκού state-building, η Ε.Ε. σχηματοποιείται σιγά-σιγά σε ένα «μεταμοντέρνο σύστημα», που έχει σαφή χαρακτηριστικά μεταεθνικής, μετακυριαρχικής ή μετακρατικής πολιτείας.
Ενα τέτοιο μετανεωτερικό μόρφωμα, καθοδηγούμενο από μεταμοντέρνες αντιλήψεις αλλά και από αντιλήψεις εκσυγχρονιστικού ορθολογισμού και τη θεωρία της νεωτερικότητας, αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο καμία χώρα δεν κυριαρχεί και το οποίο γεννά αρχές που δεν είναι εθνικές αλλά ηθικές και νομικοκανονιστικές.
Τα κράτη που συγκροτούν την Ε.Ε. επιχειρούν να διαμορφώσουν το πρώτο μεταεθνικό διακυβερνητικό μόρφωμα στην Παγκόσμια Ιστορία. Αυτό το μόρφωμα αποκτά μια διακριτότητα μέσα από τη χρήση πολλαπλών μέσων επηρεασμού του διεθνούς περιβάλλοντος, αποκλειομένης της στρατιωτικής ισχύος.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα ιδιαίτερο διακρατικό μόρφωμα που, μόνο ως τέτοιο, θεωρεί ότι ο πόλεμος -η τραυματική ευρωπαϊκή εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων προβάλλεται ως βασικό επιχείρημα- αποτελεί αποτυχία της πολιτικής.
Οι Ευρωπαίοι τείνουν να αντιλαμβάνονται το δικό τους μεταμοντέρνο σύστημα ως μέρος ενός γενικότερου συστήματος, στο οποίο η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων πρέπει να αντικατασταθεί από έννοιες όπως η «απόρριψη της ισχύος» και η «αυτοεπιβαλλόμενη συμπεριφορά». Αυτό τους οδηγεί στην απόρριψη του κλασικού raison d’État από την εποχή του Μακιαβέλι, δηλαδή της αποτελεσματικότητας -άρα, εν πολλοίς, και της μη ηθικής- της λειτουργίας του κράτους, και στην αντικατάστασή του από μια συγχορδία, όσο και να φαντάζει αντιφατικό, οικουμενικής και σχετικιστικής ηθικής στις διεθνείς υποθέσεις.
Ο αποκλεισμός της χρήσης στρατιωτικής ισχύος προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκτεταμένη χρησιμοποίηση της διπλωματίας, όχι ενός οποιουδήποτε είδους διπλωματίας, αλλά συγκεκριμένα της «κοσμοπολίτικης διπλωματίας», η οποία προκύπτει από έναν νέο τρόπο «μετακρατικής» συγκρότησης.
Η «κοσμοπολίτικη διπλωματία» δεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο επίπεδο της εμφάνισής τους, αλλά και στο επίπεδο της πρωταρχικής δημιουργίας τους. Δηλαδή επιχειρεί να τα απαλείψει στο επίπεδο παραγωγής τους. Αυτό πιστεύεται ότι μπορεί να επιτευχθεί με την πειθώ, τη συνεργασία, τον διάλογο και την επικοινωνία μέσω της επίκλησης οικουμενικών αξιών και γενικών συμφερόντων. Οι προσπάθειες των οικουμενιστών κατατείνουν στην απόδειξη ύπαρξης πανανθρώπινων καταβολών ή νοητικών ικανοτήτων και προδιαθέσεων, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό διαπιστώνονται κοινές αξίες, κοινοί τρόποι σκέψης και συνεπώς χώρος για καθολική συνεννόηση.
Αν τα παγκόσμια προβλήματα είναι δυσεπίλυτα στο επίπεδο του εθνικού κράτους, η κοινή συμπόρευση κρατικών οντοτήτων πολλαπλασιάζει και ανανεώνει τη δύναμη της πολιτικής να πείθει πολλαπλά ακροατήρια και να διαμορφώνει νέες διεθνείς καταστάσεις.
Είτε στο επίπεδο των κρατών-μελών είτε στο επίπεδο της Ε.Ε., η συναινετική πολιτική κάνει τη διάκριση μεταξύ «εχθρού» και «φίλου» εξαιρετικά δυσχερή. Σε γενικές γραμμές, η Ε.Ε. πιστεύει ότι διαμορφώνεται σε μια «δημοκρατική κοινότητα χωρίς εχθρούς».
Το πόσο μακριά από την εξελισσόμενη πραγματικότητα βρίσκονται οι παραπάνω αντιλήψεις ήταν εμφανές για όλους όσοι έδιναν βαρύτητα στο είναι των εμπειρικών συμβάντων στον διεθνή χώρο και λιγότερο στις δεοντολογικές ρητορικές οικουμενιστικές αντιλήψεις.
Σε πρόσφατη ομιλία του στο Παρίσι, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν φαίνεται -για πρώτη φορά ως Ευρωπαίος αξιωματούχος- να αμφισβητεί ευθέως τη μέχρι τώρα επικρατούσα αντίληψη : «Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι, σε έναν ολοένα σκληρότερο κόσμο που ανασυντίθεται υπό την επήρεια ξεκάθαρων παιχνιδιών εξουσίας και συστηματικής διάλυσης των πολυμερών πλαισίων.
Η Ευρώπη οφείλει επιτέλους να αφήσει πίσω της την εποχή της αθωότητας και της αφέλειας και να διαμορφώσει το δικό της πεπρωμένο. Ειδάλλως, άλλες δυνάμεις θα το διαμορφώσουν αντ’ αυτής. Είναι η μεγάλη αποκάλυψη του 2020. Το έτος αυτό διέλυσε ορισμένες ψευδαισθήσεις: Είμαστε πλέον αναγκασμένοι να δράσουμε. Τούτη η συνειδητοποίηση είτε έχει ήδη γίνει είτε λαμβάνει χώρα τώρα.
Ολοι οι Ευρωπαίοι πρέπει να συμμετάσχουν σε ένα φιλόδοξο σχέδιο υπεράσπισης της ευρωπαϊκής ασφάλειας και της αντίληψης του στρατηγικού μας περιβάλλοντος… στην εμβάθυνση της αλληλεγγύης, που μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε μαζί τις κοινές προκλήσεις, και στην αναβάθμιση της κυριαρχίας, που απαιτείται για να αναδείξουμε την ανεξαρτησία μας έναντι των κρατικών και ιδιωτικών παραγόντων που επιχειρούν να μας επηρεάσουν ή να ασκήσουν πιέσεις, πρέπει να προστεθεί μια τρίτη επιταγή: Η πλήρης ανάληψη των ευθυνών που εγκυμονεί η ισχύς μας. Εδώ και πολύ καιρό η Ευρώπη έδινε την εντύπωση μιας δύναμης που οπισθοχωρεί, παρότι είμαστε φορείς οικουμενικών αξιών και πρέπει να στοχεύουμε στην επιρροή των εξελίξεων, ορίζοντας τους κανόνες και τους απαραίτητους ελεγκτικούς μηχανισμούς, αντί να υφιστάμεθα τις συνέπειες. Η θέση μου είναι σαφής: Πρέπει να αφήσουμε τις οπισθοχωρήσεις στο παρελθόν, να πράξουμε ανάλογα της ισχύος μας και να διασφαλίσουμε τη σύζευξη της εσωτερικής μας συγκρότησης με την εξωτερική μας αποφασιστικότητα».
Είναι σημαντικό ότι αυτά ειπώθηκαν από το στόμα του υπουργού Εξωτερικών μιας μεγάλης δύναμης της Ε.Ε. Αν αυτό θα σηματοδοτήσει κάποια αλλαγή για την αντίληψη του τι είναι το ευρωπαϊκό μόρφωμα και πώς θα πρέπει να πολιτεύεται είναι πολύ νωρίς για να το γνωρίζουμε. Ομως το ότι ειπώθηκε από επίσημα χείλη έχει τη σημασία του. Οι εξελίξεις θα δείξουν αν η αλλαγή κατεύθυνσης θα γίνει προς εκεί που περιγράφει ο Γάλλος υπουργός ή αν η Ε.Ε. θα συνεχίσει τον λανθασμένο δρόμο που βαδίζει μέχρι σήμερα.