Επίκεντρο του δεύτερου κύματος της πανδημίας είναι η Ευρώπη, με τα κρούσματα και τους θανάτους να αυξάνονται και να δημιουργούν μεγάλη ανασφάλεια στους πολίτες, υψηλή αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και έντονη αμηχανία στις κυβερνήσεις για τον τρόπο που πρέπει να χειριστούν τα νέα δεδομένα. Η εξάπλωση της πανδημίας πλέον είναι γεγονός που θέτει τις προβλέψεις για τις οικονομικές εξελίξεις σε νέα βάση. Ηδη υπάρχει έντονος προβληματισμός για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών το δ’ τρίμηνο του 2020, κάτι που θα καθορίσει όχι μόνο τις συνολικές εξελίξεις για το 2020, αλλά και θα αποτελέσει τη βάση για τις αντίστοιχες του 2021.
Για παράδειγμα, στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η αναμενόμενη μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2,1% το δ’ τρίμηνο του 2020 έχει αρχίσει να τίθεται εν αμφιβόλω και εκτιμάται ότι ο ρυθμός θα μειωθεί προς το 1,4% – και ίσως χαμηλότερα. Οι εξελίξεις δεν προβλέπονται διαφορετικές και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες εν μέσω πανδημίας για το 2020.
Οι προβλέψεις για έντονη επιδείνωση της υγειονομικής κρίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και στην Ελλάδα, στη διάρκεια του χειμώνα επηρεάζει, όπως είναι φυσιολογικό, και τις προβλέψεις για το 2021. Αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει στη λήψη εκτεταμένων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας, με ισχυρές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση αναμένεται η υλοποίηση πρόσθετων δράσεων στήριξης, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Παρά ταύτα, θα υπάρξουν ισχυρές επιπτώσεις στην εγχώρια ζήτηση, στις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και στις ξένες άμεσες επενδύσεις, ενώ θα επηρεαστούν αρνητικά και οι διεθνείς ταξιδιωτικές μετακινήσεις στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα θα είναι αρνητική πίεση στον προβλεπόμενο για το 2021 ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Ολο και πιο πολύ απομακρύνονται οι ελπίδες για μια γρήγορη και έντονη μεγέθυνση σε σχήμα V.
Για την Ελλάδα ιδιαίτερα, η τάση της κατανάλωσης θα παραμείνει πτωτική το 2021. Τα εισοδήματα των νοικοκυριών θα περιοριστούν κυρίως από την περαιτέρω εξασθένηση της εγχώριας ζήτησης λόγω συνέχισης της υποχώρησης της απασχόλησης. Αλλά θα ασκηθούν σε αυτά πιέσεις και από τις λιγότερες εξαγωγές και το μειωμένο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον. Η νέα συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται μεταξύ 2,5% και 4,5% (ΙΟΒΕ). Το ίδιο αναμένεται και στην πλευρά των επενδύσεων: το αντίξοο περιβάλλον θα εξακολουθήσει να υπάρχει έως ότου η πανδημία εξαλειφθεί ή τουλάχιστον περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα και στην πλειονότητα των χωρών με τις οποίες αυτή σχετίζεται σημαντικά σε εμπορικό επίπεδο.
Στην εκτίμηση αυτή συμβάλλουν οι αργές διαδικασίες λόγω ασυμφωνιών, αλλά και ο γνωστός γραφειοκρατικός τρόπος που λειτουργεί η Ε.Ε. για την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι ελπίδες της γερμανικής προεδρίας να έχουν τελειώσει οι διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως τα τέλη Σεπτεμβρίου αποδείχτηκαν φρούδες. Στην καλύτερη περίπτωση, η ημερομηνία μετατίθεται για τον Νοέμβριο. Θεωρείται συνεπώς ανέφικτος ο στόχος της 1.1.2021 για την ενεργοποίηση του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην πρόσβαση των κρατών-μελών στους πόρους του Ταμείου. Ωστόσο, και μετά τη συμφωνία μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου χρειάζεται τα κράτη-μέλη να κυρώσουν την Απόφαση περί Ιδίων Πόρων που εξουσιοδοτεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δανειστεί 750 δισ. ευρώ από τις αγορές για να χρηματοδοτήσει το Ταμείο Ανάκαμψης και καθορίζει το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των δανείων αυτών για την περίοδο 2028-58.
Μπαίνουν στη σκηνή οι εθνικές διαδικασίες κύρωσης οι οποίες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Οι διαδικασίες αυτές δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν πριν από τον Ιούνιο.
Με βάση τα παραπάνω, δύσκολα η εκταμίευση των πρώτων κονδυλίων θα γίνει μέχρι το τέλος του β’ τριμήνου 2021. Μάλλον το γ’ τρίμηνο είναι πιθανότερο να συμβεί.
Τα κράτη-μέλη έχουν προθεσμία έως τις 30 Απριλίου 2021 να καταθέσουν τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, βάσει των οποίων θα αιτηθούν τους πόρους που τους αναλογούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Για να δοθούν όμως τα χρήματα θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει εγκρίνει τα σχέδια, κάτι για το οποίο έχει στη διάθεσή της δύο μήνες. Στη συνέχεια θα χρειαστεί περίπου ένας μήνας για την αξιολόγηση από την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή. Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι καθυστερήσεις στην εκταμίευση δεν έχουν τόση σημασία από μακροοικονομική άποψη, καθώς τα κράτη-μέλη μπορούν να εντάξουν δαπάνες (αναδρομικά από τον Φεβρουάριο του 2020) στο εθνικό τους σχέδιο και να αποζημιωθούν στη συνέχεια από τους κοινοτικούς πόρους. Συμπερασματικά, οι εξελίξεις με το δεύτερο κύμα της πανδημίας και η δυναμική με την οποία αυτό εμφανίζεται καθιστούν τις εξελίξεις περισσότερο περίπλοκες από τις μέχρι σήμερα αναμενόμενες.