Η ανακατανομή του εισοδήματος, όταν υπάρχει μεγάλη ανισότητα πλούτου, μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε μεγέθυνση του εισοδήματος.
Γνωρίζουμε ότι η μεγέθυνση του κεφαλαίου , σε συνθήκες υποαπασχόλησης των πόρων, επηρεάζεται θετικά από τη ροπή προς την κατανάλωση. Αυτό αποτελεί μια γενική αρχή. Επομένως αν η φορολογική πολιτική διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο που να διευκολύνει τα χαμηλότερα εισοδήματα που παρουσιάζουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση και να επιβαρύνει αντίστοιχα τα υψηλότερα εισοδήματα τότε είναι δυνατή μια ώθηση στο ΑΕΠ.
Όμως εφαρμοζόμενο στην πράξη απαιτεί να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες καταστάσεις επί των οποίων θα εφαρμοστεί.
Σύμφωνα με την συσσωρευμένη πείρα υπάρχουν δύο συγκεκριμένα σημεία τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη (ανεξαρτήτως του ότι μπορούν να υπάρχουν και άλλα σημεία σε ιδιαίτερες συνθήκες που πρέπει να ληφθούν υπόψη):
Α) Χρειάζεται, «στις υφιστάμενες συνθήκες, η αποταμίευση από ιδρύματα και από χρεολυτικά κεφάλαια είναι υπερεπαρκής και, επομένως , μέτρα αναδιανομής των εισοδημάτων κατά τρόπο που πιθανώς να αυξάνει τη ροπή προς κατανάλωση μπορεί να αποδειχτούν ευνοϊκά για τη μεγέθυνση του κεφαλαίου»1. Με άλλα λόγια χρειάζεται να υπάρχει αποταμιευτικό χρήμα σε υψηλό επίπεδο, δηλαδή χρήμα που δεν χρησιμοποιείται στην παραγωγή (ούτε στις συναλλαγές , ούτε στις επενδύσεις). Στις συνθήκες που κυριαρχούν σήμερα στην ελληνική οικονομία υπάρχει τρομακτική έλλειψη αποταμίευσης και ρευστότητας , τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα νοικοκυριά, που είναι σχεδόν σίγουρο ότι η επιχειρούμενη αναδιανομή δεν μπορεί να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η επιχειρούμενη αναδιανομή σε συνθήκες κατάρρευσης του ΑΕΠ, θα αναδιανείμει μόνο ένα φθίνον εισόδημα με απογοητευτικά αποτελέσματα1.
Β) «Υποθέτοντας ότι το κράτος χρησιμοποιεί τα έσοδα των φόρων αυτών στις συνήθεις δαπάνες του, ώστε φόροι εισοδήματος και κατανάλωσης να ελαττώνονται ή να αποφεύγονται αντίστοιχα, τότε, φυσικά, είναι αλήθεια ότι μια δημοσιονομική πολιτική υπερβολικών φόρων κληρονομιάς έχει αποτέλεσμα την αύξηση της ροπής προς κατανάλωση της κοινωνίας»2. Στη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία οι φόροι εισοδήματος και κατανάλωσης δεν μειώνονται αλλά αντιθέτως αυξάνονται παρότι βρίσκονται σε απαράδεκτο υψηλό επίπεδο. Συνεπώς το απλό συμπέρασμα είναι ότι η περαιτέρω φορολογική απορρόφηση μάλλον θα δυσκολέψει την παραγωγή νέου πλούτου (μεγέθυνση ΑΕΠ) παρά το αντίθετο2.
Γ) Στη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική οικονομία δεν προβλέπεται να υπάρξει θετική επίδραση στα (κατώτερα)εισοδήματα (μισθοί και συντάξεις) με υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση, από την αναδιανομή του εισοδήματος (μέσω αύξησης του φόρου περιουσίας). Μάλλον μειώσεις θα επιβληθούν.
Δ) Τέλος, «υπάρχουν πολύτιμες ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες απαιτούν το κίνητρο του κέρδους και το περιβάλλον της ιδιωτικής κατοχής του πλούτου για πλήρη άνθιση. Επιπλέον, επικίνδυνες ανθρώπινες ροπές μπορούν να διοχετεύουν σε συγκριτικά αβλαβή κανάλια λόγω της ύπαρξης ευκαιριών κέρδους και πλούτου, οι οποίες, αν δεν ικανοποιηθούν, με τον τρόπο αυτόν, ίσως βρουν διέξοδο στη σκληρότητα, στην ανελέητη επιδίωξη προσωπικής ισχύος και εξουσίας και σε άλλες μορφές ιδιοτέλειας»3. Εκτός των άλλων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε: την αύξηση της φοροδιαφυγής και επίσης τη βλαπτική μείωση των κινήτρων για ανάληψη κινδύνων.
[1] J.M.Keynes, Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος. Παπαζήση 2001, σ.389-390.
[2] Οπ. παρ. σ. 390.
[3] Οπ. παρ. σ. 390.