Το συνολικό ύψος των μέτρων επιμεριζόταν ως εξής: 240 δισ. ευρώ από τον ESM με τις γνωστές στενές προϋποθέσεις, 200 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για την ενίσχυση των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και 100 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SURE με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης και την προστασία των εργαζομένων από την ανεργία (κι αυτό με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, βασική των οποίων είναι η συμπληρωματικότητά του ως προς τους εθνικούς πόρους που θα χρησιμοποιηθούν, κάτι που δυσκολεύει εν τοις πράγμασι τις οικονομίες που δεν έχουν το δημοσιονομικό περιθώριο να δαπανήσουν τα απαραίτητα ποσά από εθνικούς πόρους). Παρ’ όλα αυτά, από τα τρία προγράμματα μέχρι σήμερα τα κράτη-μέλη κάνουν χρήση μόνο του προγράμματος SURE, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα προβλήματα της ανεργίας, έστω και με τους υπάρχοντες περιορισμούς. Τα υπόλοιπα προγράμματα μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, παραμένουν υπό μια έννοια ανενεργά.
Η κατάσταση αυτή δείχνει όχι μόνο τις αργές και δαιδαλώδεις διαδικασίες που χρειάζεται να ακολουθήσει η Ε.Ε. (λόγω του τρόπου θέσμισής της) αλλά και τις επιπτώσεις που αυτός ο τρόπος λειτουργίας προκαλεί στο ουσιαστικό περιεχόμενο των αποφάσεων. Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί το γεγονός ότι έχουν θεσπιστεί προγράμματα βραχυχρόνιας βοήθειας τα οποία τα κράτη-μέλη αρνούνται να χρησιμοποιήσουν;
Πώς όμως τα κράτη-μέλη αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της μεγάλης ύφεσης που έχει ενσκήψει λόγω της πανδημίας COVID-19; Μα, χρησιμοποιώντας, κατά κύριο λόγο, εθνικούς πόρους. Σε αυτό έχει βοηθήσει όχι μόνο η αναβολή του ορίου για το δημοσιονομικό έλλειμμα 3,0% ετησίως, όπως επέβαλε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και η παράλληλη αναβολή της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων προς τις εθνικές επιχειρήσεις.
Η απόφαση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στοχεύει στο να δώσει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να στηρίξουν τις χειμαζόμενες βιομηχανίες τους. Το μέτρο έχει αποδειχθεί σημαντικό για τη διατήρηση σε λειτουργία χιλιάδων επιχειρήσεων στις ευρωπαϊκές χώρες που διαφορετικά θα είχαν οδηγηθεί σε πτώχευση ή κοντά σε αυτήν. Η έγκριση των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οπως φαίνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι καθόλου φειδωλή στο να εγκρίνει κρατικές ενισχύσεις. Ετσι από την έναρξη εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου, τον φετινό Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει περισσότερες από 350 έκτακτες κρατικές ενισχύσεις, με τα ποσά να υπολογίζονται περίπου σε 3 τρισ. ευρώ στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το 52,8% των ενισχύσεων αυτών έχει δοθεί από τη γερμανική κυβέρνηση. Δηλαδή ομιλούμε για ενισχύσεις (διαφόρων ειδών) οι οποίες ανέρχονται σε περίπου 1,5 τρισ. ευρώ! Ακολουθούν η Ιταλία (15,2%), η Γαλλία (14,1%), η Ισπανία (5%), το Ηνωμένο Βασίλειο (2,8%), η Πολωνία (2%) και το Βέλγιο (1,9%). Η Ελλάδα και οι υπόλοιπες 20 χώρες συναποτελούν μόλις το 6,2% της κατανομής, με ποσοστά που κυμαίνονται από 0,01% έως 1,1%.
Φαίνεται, διά γυμνού οφθαλμού, ότι η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να προκαλέσει άνιση ανάκαμψη, αθέμιτο ανταγωνισμό, ρήγματα στην ενιαία αγορά και βαθύτερο χάσμα ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες-μέλη.
Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι εκμεταλλεύονται εις το έπακρον την ευκαιρία όσες χώρες διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, ενώ οι φτωχότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης αδυνατούν να τις ακολουθήσουν στον ρυθμό τους.
Οι όποιες αντιδράσεις είχαν εκδηλωθεί από τις πρωτεύουσες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, που θεωρούν βέβαιο ότι με τη νέα αυτή στρατηγική της Κομισιόν θα αντιμετωπίσουν αθέμιτο ανταγωνισμό από τις βιομηχανίες των βόρειων χωρών, ενώ οι οικονομίες τους θα ανακάμψουν σαφώς λιγότερο και σαφώς αργότερα, καθώς δεν έχουν τη δυνατότητα να τις στηρίξουν με δημόσιο χρήμα, έχουν οδηγηθεί στις ελληνικές καλένδες.
Ολες οι ελπίδες πλέον βασίζονται στο Ταμείο Ανάκαμψης και στα 750 δισ. ευρώ που έχουν συμφωνηθεί να εισρεύσουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες τα επόμενα επτά έτη. Ωστόσο και εδώ υπάρχουν δυσκολίες. Δεν έχει επέλθει τελική συμφωνία τόσο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Το Κοινοβούλιο, για παράδειγμα, αλλά και κάποια κράτη-μέλη επιμένουν να προτείνουν την αποσύνδεση της διαπραγμάτευσης για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο με αυτήνγια το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να προχωρήσει το δεύτερο που επείγει και να συζητηθεί περαιτέρω το πρώτο. Επίσης, διαφωνίες υπάρχουν σχετικά και με το κράτος δικαίου. Εχοντας πάντοτε κατά νου το πώς πολιτεύεται η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να παραμένουμε πολύ προσεκτικοί σε μεγαλοστομίες, οι οποίες το μόνο που καταφέρνουν είναι να θέτουν πολύ ψηλά τον πήχη και στη συνέχεια να περνούμε από κάτω.