Ολα αυτά ως αναγκαία κακά προκειμένου να γίνει υπέρβαση του προηγούμενου οικονομικού υποδείγματος, το οποίο ήταν στηριγμένο στην κατανάλωση, στις εσωστρεφείς υπηρεσίες, στις υπερβολικές εισαγωγές, στον εξωτερικό δανεισμό και είχε προκαλέσει σημαντική μείωση του μεταποιητικού τομέα, ως προστιθέμενη αξία, στο ΑΕΠ.
Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η προστιθέμενη αξία της μεταποίησης από 10,984% το 1995 μειώθηκε στο 9,836% το 2002 (έτος ένταξης στο ευρώ) και μειώθηκε περαιτέρω στο 7,639% το 2009 (έτος της κρίσης αναχρηματοδότησης). Από το 2011 μέχρι και το 2018 παρατηρείται μικρή ετήσια άνοδος της προστιθέμενης αξίας, για να φτάσει στο 9,599% το 2018. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η μικρή αυτή άνοδος πραγματοποιήθηκε σε καθεστώς έντονης μείωσης του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι, σε απόλυτα μεγέθη, η μείωση της μεταποίησης (2008 – 2018 = 9,214 δισ. ευρώ) ήταν μικρότερη από τη συνολική μείωση του ΑΕΠ (57,276 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές).
Ενα σημαντικότατο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 25 χρόνια είναι το χαμηλό ποσοστό της μεταποίησης στο συνολικό ΑΕΠ. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωζώνης (μέσος όρος 14,719%) και στην προτελευταία αντίστοιχα των χωρών του ΟΟΣΑ (14,118%). Παρά τη μικρή συμμετοχή της, η μεταποίηση, με συνολικό πολλαπλασιαστή 2,8 στο ΑΕΠ και 3,5 στην απασχόληση, καταλήγει να παράγει σχεδόν 1/3 και του ΑΕΠ και της απασχόλησης. Εκτός του ότι οι αμοιβές των εργαζομένων είναι πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες, π.χ., του τουρισμού.
Η Ελλάδα, ως γνωστό, είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια σημαντική βιομηχανική παραγωγή στο παρελθόν (κυρίως την περίοδο 1958-1970) και μπορεί να επεκτείνει και πάλι τη μεταποιητική παραγωγική της βάση στο μέλλον. Η μεταποιητική βάση είναι ο πυρήνας της μηχανής που μπορεί διαχρονικά να εξασφαλίσει την προσέγγιση του επιπέδου διαβίωσης των ανεπτυγμένων χωρών, καθώς και την ποιοτική απασχόληση.
Αλλά ακόμα και τα προϊόντα που δεν είναι αποτέλεσμα μεταποίησης, όπως οι πρώτες ύλες ή τα αγροτικά προϊόντα, απαιτούν συχνά ως εισροή προϊόντα μεταποίησης. Συνεπώς, η γενίκευση της προαναφερόμενης ανάλυσης, στην ανάγκη ύπαρξης μιας επαρκώς διαφοροποιημένης και υγιούς μεταποιητικής βάσης, είναι εύλογη και ορθή. Η παραγωγή προϊόντων παραμένει αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού οικοσυστήματος. Επομένως, ο πρώτος στόχος θα πρέπει να είναι η αύξηση του ποσοστού της μεταποίησης στο ΑΕΠ. Σε μια πενταετία ας τεθεί στόχος, π.χ., η συμμετοχή της μεταποίησης να πλησιάσει στο 12,0%. Μαζί με τον στόχο θα πρέπει να υπάρξουν ο σχεδιασμός, τα μέσα και οι τρόποι για την επίτευξή του.
Η Ελλάδα έχει σήμερα πολύ αξιόλογες βιομηχανικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις που άντεξαν στην κρίση και απέκτησαν εξωστρεφή και εξαγωγικό προσανατολισμό.
H ελληνική βιομηχανία παράγει ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, από τρόφιμα μέχρι φάρμακα, από βιομηχανικά υλικά μέχρι χημικά προϊόντα, και από συσκευές ήχου υψηλής πιστότητας μέχρι αμυντικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας.
Αναζητώντας τις υπαρκτές δυνατότητες αύξησης της μεταποιητικής βάσης της οικονομίας, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία, λόγω και της παρούσας συγκυρίας που χαρακτηρίζεται από τους υπαρκτούς κινδύνους, εξ ανατολών, που απειλούν την εθνική μας κυριαρχία, στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας. Μια ανεπτυγμένη αμυντική βιομηχανία αποτελεί υψηλό πολλαπλασιαστή ισχύος, ασφάλειας και οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης.
Η ανασύσταση μιας νέας αμυντικής βιομηχανίας μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως αιχμή του δόρατος για την ανασυγκρότηση της εθνικής παραγωγής, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογίας με σαφείς εξαγωγικούς στόχους. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τα αμυντικά συστήματα υψηλότατου επιπέδου. Αναφέρω δύο παραδείγματα: το πρώτο, η ελληνική εταιρεία Theon Sensors, σε συνεργασία με τη Harris Night Vision USA (που πρόσφατα εξαγοράστηκε από την Elbit Systems of America – ESA), κέρδισε πενταετές συμβόλαιο αξίας 249 εκατ. δολαρίων, για να παρέχει 14.000 διόπτρες νυχτερινής όρασης στο USMC. Το δεύτερο, συμφωνία για τη συμπαραγωγή της κορβέτας «Θεμιστοκλής» υπεγράφη μεταξύ της ONEX Neorion Shipyards και της Israel Shipyards Ltd.
Η κορβέτα «Θεμιστοκλής» είναι ένα υπερσύγχρονο σκάφος που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών επιτήρησης των συνόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπλέον, οι δύο εταιρείες συνεργάζονται στενά για τη διεθνή ανάπτυξη και προώθηση του «Θεμιστοκλή», έχοντας ως κύριους κόμβους παραγωγής την Ελλάδα και το Ισραήλ.
Ο νέος σχεδιασμός της κορβέτας «Θεμιστοκλής» συνδυάζει την τεχνογνωσία της ελληνικής, ισραηλινής και αμερικανικής βιομηχανίας και την επόμενη γενιά λειτουργικών προδιαγραφών στο μέλλον του ναυτικού πόλεμου. Η ανασύσταση μιας νέας αμυντικής βιομηχανίας μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως αιχμή του δόρατος για την ανασυγκρότηση της εθνικής παραγωγής, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογίας με σαφείς εξαγωγικούς στόχους.
Ας γίνει συστηματική προσπάθεια για την αύξηση της μεταποιητικής βάσης διότι μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού, καφετεριών και σουβλατζίδικων δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη.