Γνωστή ως έννοια, φορτισμένη κυρίως με αρνητικές συνδηλώσεις, πολυχρησιμοποιημένη κυρίως από τις πολιτικές ελίτ, οι οποίες αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση της χώρας τη χρησιμοποιούν κατά κόρον ενάντια στις προτάσεις και στις απόψεις των αντιπολιτευόμενων πολιτικών ελίτ, που αγωνίζονται να αποτελέσουν την ερχόμενη κυβέρνηση
Οι τελευταίες, όταν κερδίσουν τις εκλογές και γίνουν κυβέρνηση, χρησιμοποιούν την έννοια του λαϊκισμού εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων ακριβώς όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού, μεταξύ αντίπαλων αρχηγεσιών, κάθε συνάρθρωση «λαϊκών» αιτημάτων θα καταγγέλλεται από τους κατέχοντες συγκυριακά την κυβέρνηση ως «λαϊκίστικη». Ο,τι είναι για τον έναν «λαϊκό», είναι για τον άλλον «λαϊκίστικο» – και αντίστροφα. Πάντοτε ο λαϊκισμός είναι ο λαϊκισμός του άλλου.
Η έννοια του λαϊκισμού είναι συνυφασμένη, in senso lato, με την έννοια της ισότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια του λαϊκισμού χωρίς άμεση αναφορά στην έννοια της ισότητας. Ισότητα που σαφέστατα δεν δύναται ποτέ να πραγματωθεί, αλλά ως έννοια έχει τρομερή δύναμη στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο. Λαϊκισμός είναι ο τρόπος με τον οποίο γεφυρώνεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής.
Ενώ οι πολιτικές αρχηγεσίες θα ήθελαν να διατηρήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποδεχτούν ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την αποδοχή στην πράξη των διαφόρων αιτημάτων που συνδέονται με τις παραπάνω απόψεις και αξιώνονται από διάφορες επαγγελματικές ή συντεχνιακές ομάδες.
Ο εγγενής λαϊκισμός της μαζικής δημοκρατίας κάνει πρωταρχικό καθήκον των μελών των ελίτ να εκδηλώνουν επιδεικτικά, σε κάθε δεδομένη ευκαιρία, πόσο κοντά βρίσκονται στον απλό άνθρωπο. Μια στάση διαφορετική ερμηνεύεται ως περιφρόνηση των συνανθρώπων και της ισχύουσας αρχής της ισότητας και τιμωρείται ανάλογα.
Ως ιδεολογική έννοια, ο λαϊκισμός περιγράφει μια ήδη εμφανισθείσα αλλαγή της κοινωνικής βάσης. Στη συνέχεια, βεβαίως σπρώχνει στη διαμόρφωση της κοινωνικής βάσης σύμφωνα με τη δική του οπτική.
Η ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά αποβλέπει και στη διαμόρφωσή της με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο της ιδεολογίας συνυπάρχουν η θεωρητική επεξεργασία και η κοινωνική δραστηριοποίηση, η αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση.
Η πολιτική λειτουργία της έννοιας δεν έχει ανάγκη ορισμού σαφών κριτηρίων με βάση τα οποία θα καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενό της. Ως παραγόμενη έννοια, λαμβάνει υπόσταση από τις όποιες συνδηλώσεις προέρχονται από την καθορίζουσα και πρωταρχική έννοια της ισότητας.
Η τελευταία είναι, επίσης, μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο, εκτός αν επιλεγούν, διά συμβάσεως, ορισμένα καθορισμένα κριτήρια, τα οποία να μην απαιτούν αναγωγή σε άλλα κ.τ.λ. Και σε αυτή όμως την περίπτωση η πολιτική λειτουργία της έννοιας της ισότητας δεν έχει ανάγκη επιστημολογικών θεμελιώσεων. Αρκεί μια ασαφής – νεφελώδης προσέγγιση υποστηριζόμενη καθημερινά από τα ΜΜΕ κάθε τύπου, για να αποκτήσει η λέξη «ισότητα» ένα σαφέστατο συμβολικό περιεχόμενο, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο στον καθορισμό της συμπεριφοράς των ατόμων.
Αυτό που συνάγεται από τα προηγούμενα καθιστά εμφανές ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε μόνο προϊόν χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων ούτε αυτόνομο λαογενές προϊόν. Οι αναλυτές οι οποίοι επιχειρούν ερμηνείες στη βάση της μιας ή της άλλης μερικής αλήθειας οδηγούνται σε αναλυτικά και πολιτικά αδιέξοδα. Συγκεκριμένα, είναι αναλυτικά ατελέσφορη και πολιτικά επικίνδυνη η αντίληψη που θεωρεί υπεύθυνους (του λαϊκισμού) άλλοτε τα λαϊκά στρώματα και άλλοτε τις αρχηγεσίες που τα εξαπατούν.
Κανένας δεν μπορεί να εξαπατήσει κανέναν αν η κοινωνική πραγματικότητα δεν εμπεριέχει το προβαλλόμενο αίτημα ως δυνατότητα που μπορεί να πραγματωθεί και η οποία βρίσκεται εν μέρει στα χέρια (ή στο κεφάλι) του αιτούντος. Πρέπει να υπάρχει το ευήκοον ους όχι μόνο ως απλώς υπάρχον, αλλά και ως ευρισκόμενο σε υπερδιέγερση, έτοιμο να ακούσει κάτι που το ίδιο έχει προκαλέσει και αισθάνεται ότι πρέπει να ειπωθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι και η δημαγωγία δεν μπορεί να είναι μέρος του λαϊκιστικού λόγου. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αναχθεί η έννοια της δημαγωγίας σε βασική αναλυτική κατηγορία του λαϊκισμού, διότι τότε η ιστορικά διαπιστωμένη διαχρονικότητα της έννοιας της δημαγωγίας στερεί οποιαδήποτε ερμηνευτική δυνατότητα στην έννοια του λαϊκισμού ως ειδική κατηγορία της ιστορικής περιόδου της μαζικής δημοκρατίας.
Παράλληλα, κανείς δεν είναι σε θέση να καταστεί αυθεντικός διερμηνευτής των όποιων λαϊκών αιτημάτων και στόχων ώστε να αποδείξει τη λαογένειά τους. Η όποια προσπάθεια καταβληθεί χρειάζεται την καταρχάς πρόταξη κριτηρίων με βάση τα οποία θα πραγματοποιηθεί η επιλογή. Η καταφανής αδυναμία ύπαρξης παρόμοιων κριτηρίων καθιστά την όποια προσπάθεια μάταιη ή τις περισσότερες φορές οδηγεί στην αποδοχή, ως ορθού, κάθε λαϊκού αιτήματος.