Τα παραπάνω αποτελούν κοινό τόπο για τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος στη μεγέθυνση μιας νομισματικής οικονομίας.
Η περίοδος της κρίσης στην ελληνική οικονομία, όμως, δείχνει ότι οι αρμόδιοι φορείς στην κυριολεξία επέτρεψαν τη διόγκωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) σε επίπεδα που πλησίασαν το 50% του συνολικού όγκου των δανείων. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το ιδιωτικό (επιχειρηματικό και νοικοκυριών) χρέος είχε τεράστια ευθύνη στην τρομακτική διόγκωση των ΜΕΔ (106,5 δισ. ευρώ Δεκέμβριος 2016). Μια ματιά στη διαχρονική εξέλιξη του ύψους των ΜΕΔ αποδεικνύει του λόγου το αληθές: 2008=14,6 δισ. ευρώ, 2011=52,3 δισ. ευρώ, 2015=106,5 δισ., 2018=81,7 δισ. Δηλαδή για περισσότερα από 8 χρόνια ο όγκος των ΜΕΔ αύξανε συνεχώς.
Τα 2,5 τελευταία χρόνια έχει αρχίσει μια συστηματική προσπάθεια μείωσής τους (διαγραφές, πωλήσεις, ρυθμίσεις κ.λπ.), με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 2019 να μειωθούν σε 75,4 δισ. ευρώ. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (43,6%) παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέχοντας πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν δύο προβλήματα:
Το υφιστάμενο μεγάλο απόθεμα ΜΕΔ, το οποίο επηρεάζει την κερδοφορία, καθώς και η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων δρουν επιβαρυντικά στη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ανάγκη για οριστική αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος ΜΕΔ έχει ιδιαίτερη σημασία από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις του δαπανήθηκαν συνολικά (συστημικές και σε εκκαθάριση τράπεζες) περίπου 49 δισ. ευρώ δημόσιο χρήμα (πέρα από αυτό που συνεισέφεραν οι ιδιώτες, το οποίο υπολογίζεται σε 16,7 δισ. ευρώ). Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ όχι μόνο θα συμβάλει στη μείωση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, αλλά και θα διαμορφώσει τις συνθήκες για τη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Η ανάγκη για οριστική αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος ΜΕΔ, πέραν της ιδιαίτερης σημασίας του από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εδράζεται και στην ανάγκη για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, δεδομένου του υφιστάμενου πιστοδοτικού κενού (credit gap), το οποίο η ΤτΕ υπολογίζει σε 59 δισ. ευρώ. Με απλά λόγια, η ύπαρξη του τεράστιου αυτού όγκου ΜΕΔ στους τραπεζικούς ισολογισμούς στερεί τη δυνατότητα χρηματοδότησης της οικονομίας (βασική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος) και συνεπώς στερεί και τη δυνατότητα γρηγορότερης και υψηλότερης ανάκαμψης της οικονομίας (ΑΕΠ).
Αναδύεται έτσι με ένταση το ερώτημα: τι συμμετοχή είχε η έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης στην τρομακτική μείωση του ΑΕΠ την περίοδο 2008-2016 λόγω της αδυναμίας χρηματοδότησης της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα επειδή επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης των ΜΕΔ που, εκ του αποτελέσματος, προκάλεσε τη συνεχή διόγκωσή τους; Κατ’ επέκταση το ίδιο ερώτημα ισχύει και για την περίοδο 2017-2019 με τη διαφορά ότι θα πρέπει να αναζητηθεί τώρα πόσο μεγαλύτερος θα ήταν ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Το ψηφιζόμενο σχέδιο «Ηρακλής» στη Βουλή εκτιμάται ότι θα δώσει ανάσα στους τραπεζικούς ισολογισμούς (στην ιδανική περίπτωση θα απορροφήσει ΜΕΔ ύψους περίπου 35 δισ. ευρώ. Θα απομείνουν πάνω από 42 δισ. ευρώ ΜΕΔ. Ωστόσο, πέρα από αυτό, υπάρχει η ρητή αναφορά της Τραπέζης της Ελλάδος στην ενδεχόμενη επιβάρυνση από «τυχόν πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις» μέσα από τη νέα άσκηση «ακραίων καταστάσεων» στους μήνες που έρχονται. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους έκπληξη, καθώς και η νέα άσκηση ήταν γνωστή και το εφαρμοστέο νέο πλαίσιο Διεθνούς Προτύπου Αναφοράς. Επιπλέον, η ΤτΕ έκρινε αναγκαίο να συνδέσει αυτήν την επισήμανση με την υπόμνηση ότι ένα 60% των ίδιων κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από τον διαβόητο αναβαλλόμενο φόρο, σκιά του παρελθόντος, ώστε να επαναφέρει το θέμα της πρόσθετης (πλέον «Ηρακλή») πρωτοβουλίας για επιτάχυνση της μείωσης των κόκκινων δανείων με το σχέδιο που έχει η ίδια επεξεργαστεί. Δηλαδή έχουμε δρόμο να διανύσουμε.
Επιπλέον, θα υπάρξουν και αρνητικές παρενέργειες στην πραγματική οικονομία: η ιδιωτική κατανάλωση θα υποστεί κράτημα πιθανότατα επειδή πολλοί θα εξαναγκαστούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στις τράπεζες, επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα υποστούν συρρίκνωση και κάποιος αριθμός εργαζομένων θα βρεθεί στην ανεργία. Στην οικονομία όλα τα μεγέθη έχουν κόστος ευκαιρίας.
*Καθηγητής Διεθνούς Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο