Οι εξελίξεις στο σημαντικότατο αυτό οικονομικό μέγεθος έχουν γίνει πολύ δυσμενείς μετά την κρίση της πανδημίας COVID-19. Oλες οι προβλέψεις -σύμφωνα με τα βασικά σενάρια- δείχνουν για το 2020 μεγάλες μειώσεις, σε τέτοιον βαθμό που η ήδη συρρικνωμένη παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας να οδηγείται σε όλο και μεγαλύτερη μείωση.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής (Μάιος 2020), αναμένεται να μειωθεί κατά 30,0%. Στο ίδιο ποσοστό κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Ενώ, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ για το β’ τρίμηνο του 2020, η μείωση εκτιμάται ότι θα είναι της τάξεως του 25,0%. Στην περίπτωση επικράτησης δυσμενούς σεναρίου, το ύψος της μείωσης μπορεί να ανέλθει και στο 40%. Στις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ (22 Ιουλίου 2020) η μείωση φτάνει στο 17,5%. Ομως αυτό που χρειάζεται να υπογραμμιστεί είναι ότι οι επενδύσεις υποχωρούν ήδη για τρία συνεχή τρίμηνα, πριν από την έκρηξη της πανδημίας, αρχής γενομένης από το γ’ τρίμηνο του 2019. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, υποχώρησαν ως εξής: γ’ τρίμηνο του 2019 κατά 6,7%, δ’ τρίμηνο του 2019 κατά 5,4% και α’ τρίμηνο του 2020 κατά 3,9%.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα τρίμηνα, η πτώση επενδύσεων το α’ τρίμηνο του 2020 δεν προήλθε από τη μικρότερη συσσώρευση αποθεμάτων ή τη μείωσή τους έναντι της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους, δεδομένου ότι αυξήθηκαν το α’ τρίμηνο φέτος κατά 58 εκατ., στα 381 εκατ. ευρώ. Η συρρίκνωση των επενδύσεων οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου κατά 6,1%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, όπου διευρυνόταν κατά 11,3%.
Εκτός του πάγιου κεφαλαίου που κατευθύνθηκε στις Κατοικίες (αύξηση 22,6%), όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες πάγιου κεφαλαίου παρουσίασαν μείωση στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2020. Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε μεταφορικό εξοπλισμό περιορίστηκε ιδιαίτερα έντονα (-44,6%), οι επενδύσεις σε τεχνολογικό πληροφοριακό εξοπλισμό επικοινωνίας μειώθηκαν κατά 9,4% και αυτές σε μηχανολογικό εξοπλισμό κατά 6,2%, ενώ στην αρχή του 2019 όλες παρουσίαζαν άνοδο – κατά 21,9%, 3,3% και 4,9% αντίστοιχα. Επίσης, υποχώρηση σημειώθηκε στις επενδύσεις σε άλλες κατασκευές (-4,0%) και σε αγροτικά προϊόντα (-3,3%).
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εξέλιξη η οποία προβληματίζει σοβαρά: είναι η επί τρία συνεχή τρίμηνα μείωση των επενδύσεων, κάτι που με απόλυτη βεβαιότητα θα επεκταθεί τουλάχιστον σε έξι συνεχή τρίμηνα, δεδομένου ότι και στα τρία επόμενα τρίμηνα του 2020 θα υπάρξει μείωση των επενδύσεων. Αγνωστο τι θα συμβεί το 2021, παρότι όλες οι προβλέψεις δείχνουν σημαντική ανάκαμψη των επενδύσεων λόγω δύο σημαντικών γεγονότων: του ελέγχου της πανδημίας COVID-19 και των αναμενόμενων νέων πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το συνολικό ποσό για την περίοδο 2021-2027 ανέρχεται σε 32 δισ. ευρώ (19,5 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12,5 δισ. ευρώ δάνεια). Αφήνοντας στην άκρη το ποσό των δανείων (διότι κανείς ακόμη δεν γνωρίζει αν θα χρησιμοποιηθούν), οι επιχορηγήσεις αποτελούν νέα ποσά και δίνουν τη δυνατότητα και την ελπίδα για βελτίωση της επενδυτικής δαπάνης την αναφερόμενη περίοδο.
Οπως είναι γνωστό, δεν είναι η πρώτη φορά που έρχονται μεγάλα ποσά από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και τα δύο προηγούμενα ΕΣΠΑ και παλιότερα τα Μεσογειακά Προγράμματα ήταν σημαντικά και παρόλο που βοήθησαν την ελληνική οικονομία δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν τα ποιοτικά (αλλά και τα ποσοτικά) παραγωγικά χαρακτηριστικά της.
Η εξασφάλιση των πόρων είναι το πρώτο σημαντικό βήμα. Αλλά είναι μόνο η αρχή. Οι πραγματικές προκλήσεις αρχίζουν τώρα – και είναι δύσκολες. Η πρώτη σίγουρα αφορά την όσο το δυνατόν υψηλή απορροφικότητα των διαθέσιμων κονδυλίων. Η πραγμάτωση υψηλής απορροφικότητας έχει, κατ’ αρχάς, ποσοτική διάσταση, που είναι αναγκαία για την αύξηση των επενδυτικών δαπανών. Η μεγεθυντική διαδικασία της οικονομίας θα βοηθηθεί. Μπορεί να είναι αναγκαία για τον λόγο αυτό, αλλά δεν είναι ικανή να προσδώσει νέα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας.
Αυτό θα απαιτούσε να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συσχέτιση μεταξύ κλάδων και τομέων, καθώς και η ανάδειξη των συνεργειών ανάμεσα σε έρευνα, εκπαίδευση και παραγωγή.
Υπάρχουν οριζόντιες πολιτικές που αφορούν τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης, του δημόσιου τομέα υγείας, της εισαγωγής νέας τεχνολογίας στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας κ.τ.λ. Χρειάζεται επίσης να εισαχθεί ως στόχος η αύξηση της μεταποίησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς και των υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας. Χρειάζονται όμως, παράλληλα με τα οριζόντια μέτρα, και παρεμβάσεις που να έχουν κλαδικό προσανατολισμό ή να αφορούν συγκεκριμένες αλυσίδες αξίας, στις οποίες θα συμμετέχουν συγκεκριμένοι κλάδοι. Αν καταφέρναμε να εντοπίσουμε αυτές και να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, πιθανότατα να είχαμε καλύτερα αποτελέσματα. Θα πρέπει να υπενθυμίσω με έμφαση στο σημείο αυτό ότι τίποτε δεν μπορεί να καλυτερεύσει αν οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν στη δίκαιη κατανομή του πλούτου.
Επίσης, για την επίτευξη των παραπάνω απαιτείται να γίνει υπέρβαση ενός ορισμένου τρόπου αντίληψης, όπου η συνεχής αναφορά στις «μεταρρυθμίσεις» στις περισσότερες περιπτώσεις αντανακλά απλώς ορισμένες βασικές σκέψεις των νεοκλασικών φιλελεύθερων οικονομικών αρχών, ενώ φαντάζουν ως λύσεις για κάθε πρόβλημα. Απαιτείται ένα πραγματικό οικονομικό σχέδιο.