Θίγεται το μεγάλο μέρος των μεσαίων και μικρών καταθετών δεδομένου ότι τα επιτόκια καταθέσεων όχι μόνο είναι χαμηλά, αλλά και κάτω από των πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή, όμως, ευνοεί τους πλούσιους που κατέχουν τον κύριο όγκο του πλούτου αυξάνοντας τις υπάρχουσες ανισότητες ακόμη περισσότερο.
Τα χαμηλά επιτόκια αυξάνουν τις τιμές των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού επιτρέποντας στους πλούσιους κατόχους τους να επιτυγχάνουν υψηλά κέρδη όταν τα πωλήσουν. Αυξάνουν επίσης την αξία των ακινήτων δημιουργώντας επιπλέον δυσκολίες σε όσους θα ήθελαν να αποκτήσουν ιδιοκτησία. Η επακόλουθη αύξηση των ενοικίων είναι μεγαλύτερη λόγω της προεξόφλησης της περαιτέρω αύξησης των τιμών των ακινήτων, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των ενοικιαστών.
Αυξάνουν, παράλληλα, την κερδοσκοπία στα χρηματιστήρια, επιτρέποντας στους μεγάλους παίκτες αλλά και στους διαμεσολαβητές να αποκομίζουν μεγάλα έσοδα από κέρδη και προμήθειες. Η αγορά κρατικών ομολόγων, όπως πραγματοποιήθηκε, βοήθησε τα κράτη που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα να μειώσουν δραστικά το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους τους, αλλά περισσότερο βοήθησαν κράτη, όπως η Γερμανία, που δεν το είχαν ανάγκη, να δημιουργήσουν σημαντικά πλεονάσματα στο δημοσιονομικό τους ισοζύγιο (σχεδόν το σύνολο του δημοσιονομικού πλεονάσματος της Γερμανίας αποδίδεται στη μείωση του κόστους δανεισμού).
Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη είναι η αγορά των εταιρικών ομολόγων από την ΕΚΤ. Πριμοδοτήθηκαν πάνω απ’ όλες, οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις που είναι σε θέση να εκδώσουν ομόλογα. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το 63% των αγορών αφορούσε σε επιχειρήσεις εντάσεως άνθρακα, όπως οι επιχειρήσεις εξόρυξης πετρελαίου, αυτοκινητοβιομηχανίας και ηλεκτρισμού.
Θα πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι μεταξύ των επιχειρήσεων που διασώζονται βρίσκονται και πολλές που σε κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να διασωθούν. Πρόκειται για τις λεγόμενες επιχειρήσεις-ζόμπι. Η κατανομή των πόρων επομένως δεν είναι η πρέπουσα.
Την ίδια στιγμή, τα χαμηλά και μεσαία στρώματα του εργαζόμενου πληθυσμού λόγω της εφαρμοζόμενης πολιτικής λιτότητας και της συνεχούς μείωσης στην πρόσβαση των δημοσίων υπηρεσιών (λόγω ιδιωτικοποιήσεων και ελαχιστοποίηση του κράτους πρόνοιας) βλέπουν να μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη.
Παράλληλα, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν κατάφερε να επιτύχει τον στόχο να φέρει τον πληθωρισμό στο 2% ώστε να αποφευχθεί η ύφεση, παρά τα περίπου 2,5 τρισ. ευρώ που έχει ρίξει στο σύστημα από το 2014.
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής, όταν δεν λειτουργεί σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική, δεν είναι ικανές να προκαλέσουν τις απαιτούμενες μεγεθυντικές ωθήσεις. Αυτό τόσο για λόγους εγγενείς με τη φύση της νομισματικής πολιτικής όσο και με τη ιδιομορφία του ευρωπαϊκού οικονομικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το πρώτο, σημειώνουμε την περίπτωση ύπαρξης παγίδας ρευστότητας και με το δεύτερο επειδή το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και νοικοκυριών πραγματοποιείται μέσω του τραπεζικού συστήματος. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει αφάνταστα τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής μέσω του βασικού της διαύλου, δηλαδή του τραπεζικού συστήματος. Σε περιόδους κρίσεων, η νομισματική πολιτική παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες διότι όταν οι ισολογισμοί των βληθέντων από την κρίση επιχειρήσεων και νοικοκυριών βρίσκονται και κάτω από το νερό, αυτά δεν σκέφτονται να αυξήσουν τον δανεισμό τους σε κανένα επίπεδο επιτοκίου (όσο χαμηλό και αν είναι).
Ενας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανακαλύπτουν ότι οι υποχρεώσεις τους εξακολουθούν να υπάρχουν στους ισολογισμούς τους, ενώ έχει καταρρεύσει η αξία των στοιχείων του ενεργητικού τους., αφήνοντας τους ισολογισμούς τους «βυθισμένους στο νερό». Προκειμένου να σκαρφαλώσουν έξω από αυτή την κατάσταση πληρώνουν τα χρέη τους με τις ταμειακές τους ροές επιδιώκοντας μείωση των χρεών τους αντί να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Ενώ αυτό είναι μια σωστή πράξη ατομικά για κάθε επιχειρηματία ή νοικοκυριό για τη συνολική οικονομία είναι μια καταστροφή.
Αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να πράξει η κυβέρνηση ώστε να «ισοφαρίσει» τις υφεσιακές δυνάμεις που προέρχονται από τη διαδικασία απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα είναι να πράξει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πράττει ο ιδιωτικός, π.χ. να αυξήσει τις δαπάνες της που ειρήσθω εν παρόδω κατευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα.
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική καθίσταται απολύτως απαραίτητη σε τέτοιου είδους κρίσεις. Αν η κυβέρνηση λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, τότε μπορεί να μην υποστούν μείωση τα εισοδήματα και το ΑΕΠ να παραμείνει σε σταθερό επίπεδο ή και να μεγεθυνθεί. Εάν το ΑΕΠ διατηρηθεί στα αναμενόμενα επίπεδα, ο ιδιωτικός τομέας θα έχει το εισόδημα να πληρώσει και να μειώσει το χρέος του. Από τη στιγμή που οι τιμές των στοιχείων του ενεργητικού δεν θα πέσουν κάτω από το μηδέν, όσο ο ιδιωτικός τομέας θα έχει το εισόδημα να πληρώσει τα χρέη του τα προβλήματα του ισολογισμού του μπορεί να λυθούν. Αυτό επίσης σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να υποστηρίζει τα δημοσιονομικά κίνητρα για το απαραίτητο χρονικό διάστημα ώστε ο ιδιωτικός τομέας επανορθώσει τους ισολογισμούς του και να είναι έτοιμη να τον δανείσει περαιτέρω αν χρειαστεί.
Επομένως το βάρος στην παρούσα φάση πέφτει στη δημοσιονομική πολιτική ή, σωστότερα, στον συνδυασμό δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, διότι οποιαδήποτε δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να συνοδεύεται από την κατάλληλη νομισματική πολιτική προκειμένου να χρηματοδοτηθεί. Τα αποτελέσματα θα είναι διαφορετικά από τα αναμενόμενα αν η νομισματική πολιτική δεν είναι διευκολυντική.
*O Κώστας Μελάς είναι Καθηγητής Διεθνούς Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο