Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε συγκυριακή. Αντιθέτως βρίσκεται στο επίκεντρο της κυρίαρχης οικονομικής καθεστωτικής παγκοσμιοποιημένης αντίληψης, η οποία μάχεται καθετί που σχετίζεται με την έννοια του δημόσιου νοικοκυριού και της ενδογενούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί, πάντως, ότι οι ξένες επενδύσεις αποτελούν παράγοντες έξω από την ελληνική οικονομία – παρεμβάσεις που για να συμβάλουν στη δυναμική της πρέπει να ισχύουν πολλές προϋποθέσεις. Δεν είναι απλοί παράγοντες που σώζουν την παρτίδα όταν όλα έχουν χαθεί. Το ότι και τα κόμματα εξουσίας έχουν προσαρμόσει τη σκέψη τους στην εξωτερική παρέμβαση (και ερίζουν ποιος θα τη διεκπεραιώσει πιο αποτελεσματικά) καταδεικνύει τη μοιρολατρία που μαστίζει την οικονομία μας.
Και αυτό φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού όταν κανείς παρατηρήσει την αδήριτη πραγματικότητα: τα αποτελέσματα, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος, κινούνται στον αντίποδα των προβλεπόμενων. Οι ΑΞΕ την περίοδο 2002-2018 αποτελούν περίπου κατά μέσο όρο το 1% του ΑΕΠ, όταν ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου κυμαίνεται αντίστοιχα στο 18,7%. Αν κοιτάξουμε και στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, τα πράγματα γίνονται χειρότερα! Τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια οι Ελληνες οικονομολόγοι (προερχόμενοι από κάθε οικονομική σχολή) ανακοίνωναν το τέλος της ελληνικής μικρής οικογενειακής επιχείρησης και την επικράτηση των αντίστοιχων μεγάλου μεγέθους.
Κάθε φορά διαψεύδονταν, καθώς έκλειναν οι μεγάλοι και επιζούσαν οι μικροί και ευέλικτοι. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονομία – και αυτό αποτελεί αδήριτη πραγματικότητα.
Η διαφορά αυτής της κρίσης από τις άλλες -κι ένας από τους λόγους που είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι- είναι ότι τώρα η κρίση έχει πλήξει περισσότερο τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: στον μεταποιητικό τομέα, πριν από την κρίση, οι ελληνικές ΜΜΕ (με πάνω από 9 εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη) συμμετείχαν με 46% της απασχόλησης και 32% της προστιθέμενης αξίας (14% και 7% αντίστοιχα στην Ε.Ε. των «27»).
Στα χρόνια της κρίσης περίπου 220.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (30% των υπαρχουσών έκλεισαν) και περίπου 730.000 θέσεις εργασίας απωλέσθησαν. Ολα τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν είχαν σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες στις ΜΜΕ σε σχέση με τις μεγάλες.
Ενα παράδειγμα αρκεί: η δυναμική, μικρή οικογενειακή επιχείρηση ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας προς όφελος της παραγωγής. Τα οικογενειακά ακίνητα αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Ο ΕΝΦΙΑ μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε θανάσιμο μειονέκτημα για την επιχειρηματικότητα τη στιγμή που η τραπεζική πίστη στέρευε.
Η υπερφορολόγηση, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2016, έφερε άλλο ένα πλήγμα. Οταν η φορολογία έπληττε τη ρευστότητα, η λιτότητα ήρθε να περικόψει κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα που χρειάζονται οι μικρές επιχειρήσεις προκειμένου να δικτυωθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Ετσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε τόσο στη χρηματοδότηση όσο και από τη μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών. Πώς εξηγείται αυτή η αντιμετώπιση; Οι εγχώριοι οικονομολόγοι ήταν πάντα απορριπτικοί για τη μικρή επιχείρηση. Η Αριστερά ποτέ δεν απογαλακτίστηκε από τον Μπάτση και τη βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα.
Το ίδιο και οι νεοφιλελεύθεροι δεξιοί που αναφέρουν τη μικρή επιχείρηση μόνο ως τροχοπέδη: είτε επειδή ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή είτε ως ανίκανη να αφομοιώσει τεχνολογία. Η προκατάληψη αυτή εναντίον του μικρού μεγέθους έχει ως αποτέλεσμα η μικρή επιχείρηση να γίνεται στόχος για τον οποίο ελάχιστοι κόπτονται πραγματικά. Οταν λείπουν πόροι, οι πολιτικοί προτιμούν να επισωρεύουν και άλλα βάρη σε επιχειρήσεις παρά να δυσαρεστήσουν κάποιους ψηφοφόρους. Η ελληνική μικρή επιχείρηση είναι το εύκολο θύμα.
Η κατακλείδα είναι ότι, αφού η ελληνική οικονομία αποτελείται πρωταρχικά από μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να βρεθεί κάποια λύση που δεν απαιτεί θαυματουργή εξωτερική παρέμβαση, αλλά πολιτικές που θα βοηθήσουν τις υπαρκτές εγχώριες επιχειρήσεις.