Στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος είναι οι τιμές να αυξάνονται σε ετήσια βάση με ρυθμό λίγο κάτω από το 2% μεσοπρόθεσμα.
Από το 2014 η ΕΚΤ, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές της, μέσω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής (προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης) να επιτύχει τον βασικό της στόχο δεν τα έχει καταφέρει, παρά τα περίπου 2,5 τρισ. ευρώ που έχουν εισέλθει στο σύστημα. Είναι λυπηρό, αλλά η ΕΚΤ δεν μας εξηγεί γιατί έχει αποτύχει. Αμέτρητες σελίδες ανακοινώσεων, συνεντεύξεων κ.τ.λ., καμία αναφορά στο γιατί αυτή η αποτυχία. Μόνο ψελλίσματα τύπου «χρειάζονται ακόμη μεταρρυθμίσεις», και τελευταία κάτι για δημοσιονομική επέκταση σε χώρες που έχουν δημοσιονομικό χώρο. Μέχρι εκεί.
Ολοι όσοι όμως έχουν διδάξει και διδαχθεί Μακροοικονομία στο πανεπιστήμιο γνωρίζουν ότι τα αίτια του πληθωρισμού ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) Στα αίτια που δημιουργούν υπερβάλλουσα ζήτηση. Εδώ, η συνολική ενεργός ζήτηση υπερβαίνει τη συνολική προσφορά, έτσι ώστε να αρχίσει μια διαδικασία αύξησης των τιμών. Η αύξηση της ζήτησης μπορεί να προέλθει από όλους τους παράγοντες που επιδρούν στις αγορές επενδύσεων – αποταμιεύσεων και στην αγορά χρήματος, όπως η αύξηση των δημοσίων δαπανών, η μείωση της φορολογίας (δημοσιονομική πολιτική), η αύξηση της ποσότητας χρήματος (νομισματική πολιτική). Θα μπορούσαμε απλά να σημειώσουμε ότι η αυξανόμενη ενεργός ζήτηση συνεπάγεται μια αντίστοιχη αύξηση ζήτησης χρήματος για συναλλαγές προκειμένου να ικανοποιηθούν οι συναλλακτικές ανάγκες της κοινωνίας και να αυξηθεί το ονομαστικό ΑΕΠ.
(β) Στα αίτια που οφείλονται στις υπαρκτές ατέλειες της αγοράς των αγαθών με τα μονοπώλια, τα ολιγοπώλια και τις ατελώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, καθώς και της αγοράς εργασίας με τις εργατικές ενώσεις. Ετσι, ανάλογα με την προέλευσή του διακρίνεται σε πληθωρισμό κέρδους (επιχειρήσεις) και σε πληθωρισμό διαπραγματευτικής δύναμης (εργατικά συνδικάτα). Προέρχεται επίσης και από αυξήσεις των τιμών εισαγωγών και από διαρθρωτικές μεταβολές της ζήτησης. Πρόκειται για τη θεωρία του πληθωρισμού κόστους.
Με βάση το πρώτο αίτιο, η αδυναμία αύξησης του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2,0%, μετά από πέντε έτη προσπαθειών, με δεδομένη την άσκηση επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, θα πρέπει να οφείλεται στη μη ύπαρξη ικανής ενεργού ζήτησης ώστε να αρχίσει να αυξάνει η πληθωριστική διαδικασία μέχρι του επιθυμητού επιπέδου. Η αδυναμία ή, σωστότερα, τα όρια της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής μπορεί να εξηγηθεί μέσω της έννοιας της παγίδας ρευστότητας. Με απλά λόγια, η παρεχόμενη ρευστότητα παρακρατείται από τα οικονομικά υποκείμενα διότι οι προσδοκίες για την ακινητοποίησή της στην αγορά επενδύσεων και αγαθών δεν βρίσκονται στο απαιτούμενο επίπεδο.
Με βάση το δεύτερο αίτιο, η ουσιαστική αδυναμία των εργατικών ενώσεων να υποστηρίξουν τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων δεν επιφέρει τις πρέπουσες μισθολογικές αυξήσεις, απαραίτητες να προκαλέσουν ενδυνάμωση της ζήτησης. Η εξάπλωση της μερικής και ευκαιριακής απασχόλησης, καθώς και η αποσάθρωση του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας αποτελούν το βασικό σημερινό παράδειγμα του οικονομικού υποδείγματος που κυριαρχεί στη σημερινή Ε.Ε. Για τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων η εξήγηση είναι η ακόλουθη: σε καθεστώς ατελούς ανταγωνισμού που ισχύει στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά (το καθεστώς πλήρους ανταγωνισμού υπάρχει μόνο στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια), οι επιχειρήσεις καθορίζουν οι ίδιες τις τιμές των προϊόντων τους και τους μισθούς που πληρώνουν, αντί να παίρνουν τα μεγέθη αυτά ως δεδομένα.
Δηλαδή η τιμή βρίσκεται πάνω από το οριακό κόστος. Τα κέρδη κάθε επιχείρησης, όμως, εξαρτώνται και από τις ενέργειες των άλλων επιχειρήσεων. Οταν κάποια επιχείρηση παίρνει τις αποφάσεις της για τις τιμές και το προϊόν της, δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τις ενέργειες που θα κάνουν οι άλλες επιχειρήσεις. Οι ενέργειες των άλλων σχετίζονται με τη συγκυρία και τις προσδοκίες τους για το μέλλον. Ετσι φτάνουμε σε δύο σημαντικά συμπεράσματα: πρώτον, αναπόφευκτα υπάρχει αλληλεξάρτηση μεταξύ των επιχειρήσεων. Το μόνο που μπορεί να κάνει μια επιχείρηση σε αυτό το θέμα είναι να διαμορφώσει κάποιες προσδοκίες ή να μαντέψει τη συμπεριφορά των άλλων. Δεύτερον, ανάλογα με το τι υποθέτουν οι επιχειρήσεις για τις ενέργειες των άλλων, η οικονομία μπορεί να μετακινηθεί σε διαφορετικά σημεία ισορροπίας. Μερικά από αυτά τα σημεία ενδέχεται να είναι «καλά», με την έννοια ότι το προϊόν είναι υψηλό. Είναι όμως πιθανόν οι επιχειρήσεις να έχουν διαμορφώσει απαισιόδοξες προσδοκίες για τις ενέργειες των υπολοίπων και τελικά η οικονομία να ισορροπήσει σε κάποιο από τα «άσχημα» σημεία ισορροπίας της παραγωγής. Το τελευταίο συμβαίνει στην παρούσα συγκυρία.
Η άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης.
Το συμπέρασμα που εξάγεται, συνεπώς, είναι ότι η ΕΚΤ, μέσω της νομισματικής πολιτικής, δεν μπορεί να ελέγξει το ποσοστό πληθωρισμού. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση τη θέση που σήμερα θεωρείται αξιωματική στην κυρίαρχη θεώρηση: οι κεντρικές τράπεζες φαίνεται ότι δεν μπορούν να ελέγξουν τον πληθωρισμό μέσω της νομισματικής πολιτικής. Φυσικά, είναι κάτι που ήταν γνωστό πολύ καιρό πριν, αλλά θάφτηκε κάτω από τον κουρνιαχτό των κυρίαρχων οικονομικών δογμάτων.