Πόσο μακριά είμαστε, τελικά, από την εποχή όπου ο Φράνσις Φουκουγιάμα και το «Τέλος της Ιστορίας» του έδιναν τον ιδεολογικό τόνο στις παγκόσμιες εξελίξεις μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του Ανατολικού Στρατοπέδου. Οι γνωστές προβλέψεις του («ότι μετά τις γιγάντιες συγκρούσεις του 20ού αιώνα, … η ακαταμάχητη νίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού -πάνω σε όλους τους ανταγωνιστές του- σημαίνει όχι μόνο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ή την παρέλευση μιας συγκεκριμένης περιόδου της μεταπολεμικής ιστορίας, αλλά αυτό τούτο το τέλος της ίδιας της Ιστορίας, δηλαδή το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρωπίνου γένους και την οικουμενοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης») έχουν τεθεί κυριολεκτικά στις ελληνικές καλένδες προφανώς λόγω της αστοχίας τους.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να προβούμε σε συνολική κριτική των απόψεων του Φ. Φουκουγιάμα. Ομως ένα σημείο χρειάζεται να αναδειχθεί: αυτό που αναφέρεται στον πόλεμο. Πρόκειται για το πιο σημαντικό σημείο της άποψής του: «Συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας πρέπει να εμπλέκουν μεγάλα κράτη που αναγνωρίζονται (ως τέτοια) στο ρου της Ιστορίας, και τα οποία φαίνεται ότι τώρα έχουν φύγει από τη σκηνή. Συνεπώς δεν θα υπάρξει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ούτε επιστροφή σε Συγκρούσεις Μεγάλων Δυνάμεων που χαρακτήρισαν τον 18ο και 19ο αιώνα». Μάλιστα στο κλείσιμο του άρθρου χαρακτήριζε τους επερχόμενους (sic!!!) αιώνες της μετα-ιστορίας ως βαρετούς.
Ο Φουκουγιάμα θεωρούσε ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μεγάλα κράτη θα μπορούσε να απειλήσει τη νέα παγκόσμια τάξη μόνο αν μία ή περισσότερες απ’ αυτές θα καταλαμβάνονταν από το είδος του εθνικισμού που είχε οικουμενικές φιλοδοξίες, που στοχεύει δηλαδή στην παγκόσμια αυτοκρατορία. Θεωρούσε ότι εντός των πλαισίων του παγκόσμιου φιλελεύθερου καπιταλισμού η κινέζικη εξωτερική πολιτική έμοιαζε περισσότερο με εκείνη της γκολικής Γαλλίας παρά με της Γερμανίας του Γουλιέλμου. Πίστευε ότι μέσα στη ζώνη του προχωρημένου καπιταλισμού το επίπεδο των ανταγωνισμών πέφτει ακόμα περισσότερο.
Ομως οι εξελίξεις φαίνεται να διαψεύδουν το θεωρητικό υπόδειγμα του Φουκουγιάμα. Τον Φεβρουάριο του 2018 δόθηκε στη δημοσιότητα η «Εκθεση για την Πυρηνική Στάση των ΗΠΑ» του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας (Office of the Secretary of Defense, «Nuclear Posture Review (NPR)», February 2018), στην οποία επανέρχεται με μεγαλοπρέπεια και έμφαση ο όρος «Ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων» (The Return of Great Power Competition). Για τις ΗΠΑ η κατάσταση σχετικά με τη διεθνή ασφάλεια είναι πολύ σύνθετη – ίσως περισσότερο σύνθετη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναφέρεται ρητά στην έκθεση: «Από το 2010 έχουμε επιστρέψει στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων.
Σε διαφορετικούς βαθμούς, Ρωσία και Κίνα έχουν καταστήσει γνωστό με καθαρότητα ότι επιδιώκουν την ουσιαστική αναθεώρηση της διεθνούς τάξης και των κανόνων συμπεριφοράς που εγκαθιδρύθηκαν στον πλανήτη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ρωσία έχει αποδείξει τη θέλησή της να χρησιμοποιήσει δύναμη για να μεταβάλει τη γεωγραφία της Ευρώπης και να επιβάλει τη θέλησή της στους γείτονές της, με ρητούς και άρρητους εκφοβισμούς, στηριζόμενη πρωταρχικά στο πυρηνικό της οπλοστάσιο… Η Κίνα αρνήθηκε τους κανόνες του Permanent Court of Arbitration Tribunal (Διαρκούς Δικαστηρίου Επίλυσης Διαφορών) το οποίο δεν έκανε αποδεκτές τις απαιτήσεις της στη South China Sea (Νότια Κινέζικη Θάλασσα) και μη νόμιμες μερικές ενέργειές της σε σχέση με το Δίκαιο της Θάλασσας. Στη συνέχεια, η Κίνα συνέχισε να λαμβάνει δυναμικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες ώστε να δημιουργηθούν “facts on the ground” προκειμένου να υποστηριχθούν εδαφικές απαιτήσεις στην Ανατολική και Νότια Θάλασσα της Κίνας».
Το χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι έχει παρέλθει η εποχή της απόλυτης μονοκρατορίας των ΗΠΑ, παρότι η χώρα αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ μπροστά σε σχέση με τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, όπως ονομάζονται η Ρωσία και η Κίνα.
* Ο Κώστας Μελάς είναι Καθηγητής Διεθνούς Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο