Η αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να καθιστά πλέον πιθανότερο το δυσμενές σενάριο που προβλέπει συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας με κατώτερο επίπεδο το 8% και με ανοδική τάση προς διψήφιο νούμερο, κάτι που αν συμβεί θα δυσκολέψει περαιτέρω τη δύσκολη κατάσταση όπου βρίσκεται η ελληνική οικονομία, αλλά συγχρόνως θα αυξήσει τα εμπόδια για μια δυναμική ανάκαμψη το 2021.
Τα δείγματα είναι πλέον αρκετά ώστε οι προβλέψεις να είναι περισσότερο ασφαλείς. Τα αποκαρδιωτικά στοιχεία για τον τουρισμό, τα οποία φαίνεται ότι θα κινηθούν στο χαμηλό επίπεδο του 20% των αντίστοιχων μεγεθών του 2019 (εισπράξεις καθαρές 18,3 δισ. ευρώ), η ανάγκη να επιβληθούν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα για να καταπολεμηθεί ο κορωνοϊός, η κατακόρυφη μείωση των εσόδων στις επιχειρήσεις, η συνεχιζόμενη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση του ελλείμματος του Προϋπολογισμού στα 9,3 δισ. ευρώ το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020 είναι μερικά από αυτά.
Ωστόσο ίσως το ασφαλέστερο στοιχείο είναι η απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέο πακέτο στήριξης της οικονομίας (επιχειρήσεων και εργαζομένων) το επερχόμενο φθινόπωρο, ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ.
Βέβαια πρέπει να αναμείνουμε και τα στοιχεία του Αυγούστου, κρίσιμου μήνα για τις εξελίξεις, και τα αντίστοιχα για το πώς κινήθηκε το ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2020, τα οποία θα ανακοινωθούν από την ΕΛΣΤΑΤ τις 4 Σεπτεμβρίου 2020 (εκτιμάται ότι θα κινηθεί γύρω από το -16%).
Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμιστεί είναι ότι μια ύφεση της τάξης του 8% για το 2020 είναι πολύ σημαντικό γεγονός για μια οικονομία όπως η ελληνική, η οποία τα προηγούμενα δέκα έτη είχε απολέσει περίπου το 25% του ΑΕΠ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα, την παραγωγική βάση και γενικά για την ευημερία των πολιτών.
Η μείωση κατά 8% σε ένα έτος αποτελεί το 1/3 της συνολικής απώλειας των δέκα συναπτών ετών. Πρόκειται για πολύ μεγάλη απώλεια του ΑΕΠ, η οποία σε απόλυτα νούμερα μεταφράζεται αντίστοιχα σε περίπου 15 δισ. ευρώ.
Παράλληλα οι αρνητικές συνέπειες αυτής της μείωσης σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι μεγάλες. Αναφέρω μόνο την αναμενόμενη αύξηση του λόγου Δ.Χ./ΑΕΠ περίπου στο 195% του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση του Γενικού Δημοσιονομικού Ελλείμματος περίπου στο 8%.
Μόνο οι εξελίξεις αυτές δείχνουν σημαντικότατη επιβάρυνση της θέσης της ελληνικής οικονομίας και τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει όταν θα κληθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις που θα υπάρξουν μετά τον περιορισμό της πανδημίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρξει επαναφορά των περιορισμών που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τα έτη 2021 και 2022 οι βαθμοί ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας είναι λιγότεροι από τις αντίστοιχες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ισως λόγω της ύπαρξης της πανδημίας και της πρόταξης σε πρώτο πλάνο της δημόσιας υγείας, των δύσκολων εξελίξεων με τις συνεχόμενες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και της ευφορίας που έχει προκαλέσει η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης φαίνεται σαν η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας να μην προσλαμβάνεται στις πραγματικές αρνητικές της διαστάσεις. Φαίνεται σαν να μην αξιολογείται με τα πρέποντα κριτήρια. Σε αυτό συμβάλλει επίσης η αντίληψη ότι η γενεσιουργός αιτία είναι εξωτερική και δεν αποτελεί ευθύνη των κυβερνώντων. Ισως ακόμη το γεγονός ότι αποτελεί διεθνές φαινόμενο και όχι αποκλειστικά εγχώριο να συμβάλλει επίσης σε αυτή την ανάγνωση.
Ωστόσο όλα τα παραπάνω αποτελούν απλά δικαιολογίες. Η αναγνώριση της δύσκολης κατάστασης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί και το πρώτο βήμα για να σχεδιαστούν και στη συνέχεια να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την επαναφορά της σταδιακά και στο πλαίσιο του δυνατού σε πορεία σταθερότητας και ανάπτυξης. Πρόκειται για μια διαδικασία αργή και δύσκολη. Ο εφησυχασμός που κρύβεται πίσω από τη ρητορική της γρήγορης και εύκολης ανάκαμψης είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.