Μετά από μια περίοδο, συνεχών επαφών και «συγκλονιστικών ανακαλύψεων» και από τις δύο πλευρές, η ελληνική κυβέρνηση και οι δανειστές, τις τελευταίες ημέρες φαίνεται ότι έχουν βρει κοινό βηματισμό για μια ουσιαστική συζήτηση επί ορισμένων προβλημάτων που αφορούν στο δημοσιονομικό πλαίσιο και στις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» με στόχο την κατάληψη σε συμφωνία κάτι που θα επιτρέψει την κάλυψη των άμεσων χρηματοδοτικών υποχρεώσεων της χώρας.
Πρόκειται προφανώς για δύσκολες διαπραγματεύσεις διότι οι δύο πλευρές υπηρετούν διαφορετικά θεωρητικά οικονομικά υποδείγματα, βασικές θέσεις των οποίων βρίσκονται σε πλήρως αντίθετες κατευθύνσεις.
Παρόλα αυτά, η αδήριτη οικονομική πραγματικότητα, σε βραχυπρόθεσμο διάστημα, επιβάλλει την σύγκλιση των απόψεων, τουλάχιστον σε ζητήματα δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, ως απαραίτητης προϋπόθεσης αφενός μεν για την σταδιακή μείωση των αβεβαιοτήτων που ταλανίζουν την οικονομία της χώρας και αφετέρου δε για την εκταμίευση δανειακών πόρων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων της χώρας.
Βασική προϋπόθεση της σύγκλισης στο δημοσιονομικό επίπεδο θα πρέπει, να μην υπάρξει επιβάρυνση από τα συγκεκριμένα μέτρα στη μεγεθυντική διαδικασία του ΑΕΠ της χώρας.
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στο συγκεκριμένο σημείο.
Επιπλέον θεωρεί ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να προέλθει από την ανακατανομή των φορολογικών βαρών υπέρ των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων και από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Η σύγκλιση με τους δανειστές είναι αρκετά εμφανής στο σημείο αυτό.
Τώρα σχετικά με τις «μεταρρυθμίσεις» (που αφορούν σε ασφαλιστικό και εργασιακά) η θεωρητική απόκλιση των δύο πλευρών είναι σημαντική , όχι τόσο στις διαπιστώσεις για την ύπαρξη προβλημάτων όσο στον τρόπο επίλυσης τους.
Για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού η κυβέρνηση ζητεί χρόνο, δεδομένου ότι αποτελεί ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Βραχυπρόθεσμα επιχειρεί να κινηθεί στο πλαίσιο της επιτρεπτής, λόγω των υπαρκτών περιορισμών της συγκυρίας, δημοσιονομικής επιβάρυνσης.
Αντίστοιχα στο εργασιακό μέτωπο , ορθά, έχει εμπλέξει στις διαδικασίες, τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, απαιτώντας να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα αυτό που απορρέει από το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η καθυστέρηση επίτευξης συμφωνίας έχει δημιουργήσει συνθήκες αποσύνθεσης της αγοράς και της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό πως το πρώτο τρίμηνο του 2015, ο δείκτης οικονομικού κλίματος έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 μηνών. Την ίδια στιγμή επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους αδυνατούν να αντλήσουν την απαραίτητη ρευστότητα για να κινηθούν, επειδή οι στρόφιγγες χρηματοδότησης έχουν κλείσει και οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις δίνονται με το σταγονόμετρο έως ότου υπάρξει συμφωνία.
Το πρόβλημα της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των ίδιων των πολιτών στην εθνική οικονομία, προφανώς, δεν θα επιλυθεί με την εκταμίευση των δόσεων που απομένουν.
Αυτό που απαιτείται είναι μια μακροπρόθεσμη διασφάλιση ότι τουλάχιστον για τους επόμενους 36 μήνες θα υπάρξει από τώρα ένα συμφωνημένο πρόγραμμα που θα μεταφράζεται και σε εκταμίευση ανάλογων δόσεων.
Θα πρέπει παράλληλα να λυθεί το ζήτημα του χρέους, με μια ρεαλιστική απομείωση του προς όφελος της εθνικής οικονομίας.