Η Γαλλία «απορρίπτει την πολιτική λιτότητας» και για «να θέσει την χώρα σε σωστή κατεύθυνση» δεν θα σεβασθεί τους στόχους του δημοσιονομικού ελλείμματος μέχρι το 2017. Αυτά δήλωσε ο γάλλος υπουργός των οικονομικών Michel Sapin, παρουσιάζοντας τα χρηματοοικονομικό πρόγραμμα για το 2015 πετώντας ταυτόχρονα το γάντι στην Γερμανία αλλά και στις Βρυξέλλες.
Πρόκειται για μια κίνηση εντελώς διαφορετική από αυτή που ανέμενε η ευρωπαϊκή επιτροπή: προβλέπει δημοσιονομικό έλλειμμα 4,4% για το 2014, 4,3 για το 2015, 3,8% για το 2016 και μόνο το 2017 προβλέπει έλλειμμα 2,8% (κάτω από το προβλεπόμενο από τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η συμφωνημένη υποχρέωση ήταν το έλλειμμα να κατέβει κάτω από 3,0% εφέτος. Η μείωση των 50 δις ευρώ από τις δημόσιες δαπάνες δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί δεδομένης της κατάστασης της γαλλικής οικονομίας δήλωσε κατηγορηματικά ο Michel Sapin. Ο ρυθμός αύξησης του γαλλικού ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα είναι 1,0% ετησίως την περίοδο 2014-2016 και 1,9% την περίοδο 2017. Συνεπώς δεν υπάρχει καμία περίπτωση να προχωρήσει η Γαλλία στη ζητούμενη μείωση. Παράλληλα ο πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλός και εκτός στόχων της ΕΚΤ.
Ως εκ τούτου καμία αλλαγή στο μέτωπο της φορολογίας (44,6% του ΑΕΠ) και ελάχιστη στο μέτωπο των δημοσίων δαπανών (από 56,5% στο 56,1% του ΑΕΠ). Το δημόσιο χρέος , που ξεπέρασε τα 2 τρις ευρώ θα αυξηθεί περαιτέρω ,στο 97,2% το 2015 και το 98,0% το 2016.
Η ευρωπαϊκή επιτροπή θα αποφανθεί για το νέο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής τα μέσα Οκτωβρίου. Η γαλλική κυβέρνηση, για να αποφύγει τις προβλεπόμενες κυρώσεις , για τη νέα μετατόπιση, θα υποστηρίξει ότι υπάρχουν «έκτατες συνθήκες» (κάτι που προβλέπεται από τις συνθήκες) και συγκεκριμένα την αδύναμη μεγέθυνση του ΑΕΠ (2012-2013: 0,3% ετησίως, 2014: 0,4% και 2015: 1,0%. Το τι θα πράξει η ευρωπαϊκή επιτροπή θα το δούμε στις προσεχείς ημέρες. Πάντως τόσο ο Jeroen Dijsselbloem όσο και Pierre Moscovici υπενθύμισαν ότι η Γαλλία πρέπει να εφαρμόσει το υπεσχημένα.
Από τη μεριά της η Άνγκελα Μέρκελ ,δηλώνει σε σκληρό τόνο, ότι εναπόκειται στο κάθε κράτος-μέλος η εκπλήρωση των δημοσιονομικών του δεσμεύσεων, προειδοποιώντας πως διακυβεύεται η αξιοπιστία ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επαναλαμβάνοντας τις γνωστές θέσεις της υποστήριξε ότι, «Μακροπρόθεσμη, βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη βάση σταθερών δημοσιονομικών πολιτικών» σε πλήρη αντίθεση με όλους τους οικονομικούς αναλυτές αλλά τους πολυμερείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ στην πρόσφατη έκδοση του Economic Outlook (Οκτώβριος 2014.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας Στέφαν Ζάιμπερτ είχε αρνηθεί νωρίτερα να σχολιάσει τις γαλλικές ανακοινώσεις για το έλλειμμα παραπέμποντας σταθερά στην Κομισιόν.
Στο χορό των πιέσεων μπήκαν και οι γερμανοί εξαγωγείς : Η Γερμανία πρέπει να επιμείνει ώστε η Γαλλία να τηρήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ διαφορετικά θα θέσει σε κίνδυνο το ευρώ και την ευρύτερη περιφερειακή οικονομία ανέφερε ο επικεφαλής της κύριας ένωσης γερμανών εξαγωγέων (BGA).
Σε απάντηση των παραπάνω δηλώσεων , ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι δήλωσε σε δημοσιογράφους στο Λονδίνο ότι «στέκεται στο πλευρό της Γαλλίας», και απαντώντας έμμεσα στην πάγια προτροπή της κ. Μέρκελ να κάνουν οι υπερχρεωμένες χώρες τα μαθήματά τους, είπε ότι «κανείς δεν πρέπει να φέρεται σε άλλες χώρες σαν να είναι μαθητές».
Παράλληλα, μιλώντας στο ιταλικό κοινοβούλιο, ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Πιερ Κάρλο Παντοάν υπογράμμισε ότι οι κανόνες του δημοσιονομικού συμφώνου πρέπει να εφαρμόζονται με ευελιξία. Επιπλέον, δήλωσε ότι πρέπει στις πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία, να ασκείται αντίστοιχη πίεση να μειώσουν τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους όπως αυτή που ασκείται στις ελλειμματικές χώρες να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους. Δύο μέρες αργότερα, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ο ισοσκελισμός του δικού της προϋπολογισμού αναβάλλεται και αυτός, από το 2016 στο 2017.
Βρισκόμαστε εμπρός σε μια κατάσταση , όπου για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, εμπράκτως, η δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης και δεύτερος εταίρος του κυρίαρχου άξονα στην Ευρώπη , όχι μόνο προβάλλει αιτήματα, αλλά προχωρώ και σε πράξεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις υπάρχουσες συνθήκες λειτουργίας της οικονομικής πολιτικής της ευρωζώνης αλλά και με όσα είχε προηγουμένως αποδεχτεί και συμφωνήσει, προβάλλοντας το δικό της τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στην χώρα της.
Ειρήσθω εν παρόδω ,σαφώς δεν πρόκειται για αδυναμία της Γαλλίας να ακολουθήσει τα θεσπισμένα κριτήρια. Πρόκειται για ολοφάνερα λανθασμένα κριτήρια τα οποία οδηγούν την ευρωζώνη αλλά και τους ευρωπαϊκούς λαούς στην καταστροφή. Άλλωστε αν κανείς ρίξει μια ματιά στις 20 αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου , οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου τα 2/3 του παγκόσμιου εμπορίου και του πληθυσμού και παραπάνω από το 80,0% του παγκόσμιου ΑΕΠ δεν υπάρχει καμία χώρα (εκτός της Ν. Κορέας)που να ικανοποιεί ταυτόχρονα και τα τρία κριτήρια του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου (δημοσιονομικό έλλειμμα 3,0% , Δημόσιο Χρέος / ΑΕΠ 60,0% , πληθωρισμό κάτω από 2,0%).
Έτσι μετά την επεκτατική νομισματική πολιτική του Μ. Ντράγκι, ασχέτως αν αυτή έχει αργήσει και ακόμη αν δεν έχει λάβει την ολοκληρωτική έκφραση της «ποσοτικής διευκόλυνσης» όπως στις ΗΠΑ και την ΜΒ, που έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική λογική της Γερμανίας, τώρα και η Γαλλία σε επίπεδο εθνικής κυβέρνησης, και αυτό έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία σε συμβολικό επίπεδο από τις κινήσεις ενός διακρατικού οργανισμού όπως η ΕΚΤ, έρχεται να προσθέσει τη δικιά της αντίθεσης στη συγκεκριμένη λογική.
Οι αντικειμενικές συνθήκες στην οικονομία της ευρωζώνη, και ειδικά ο κίνδυνος του αντιπληθωρισμού αποτελούν ισχυρό επιχείρημα σε όσους μπορούν και επιχειρούν να προχωρήσουν, αν όχι σε άλλη συνολική λογική, αλλά σε συγκεκριμένα μέτρα αντιστροφής του κλίματος για την οικονομία τους. Σύμφωνα με δηλώσεις του Μ. Ντράγκι (02.10.2014) ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη μειώθηκε περαιτέρω στο 0,3% το μήνα Σεπτέμβριο (σε ετήσια βάση) , έναντι 0,4% τον Αύγουστο. Οι χρηματοδοτήσεις στην πραγματική οικονομία συνεχίζουν να μειώνονται (2,0% τον Αύγουστο) ενώ οι χρηματοδοτήσεις προς τα νοικοκυριά παραμένουν στο επίπεδο του 2013.
Έχω την γνώμη ότι οι πράξεις της ΕΚΤ αλλά και της Γαλλίας δύσκολα καθίστανται μαχητές από την γερμανική πλευρά. Βρισκόμαστε εμπρός σε μια υποδόρια σύγκρουση που ακόμη δεν έχει αναδειχτεί στην ολότητά της.