Η έξαρση της υγειονομικής κρίσης ακόμη κι αν δεν οδηγήσει σε καθολικό lockdown την Ελλάδα ασκεί μεγάλες πιέσεις στην οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι το περασμένο Σάββατο σε συνέντευξη του, ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας θα επιδεινώσει την πορεία της οικονομίας στο τέταρτο τρίμηνο, με αποτέλεσμα την αναθεώρηση επί τα χείρω των εκτιμήσεων για την φετινή ύφεση.
Ακόμη κι αν αποφύγουμε ένα καθολικό lockdown κι η κατάσταση με την επιδημία είναι διαχειρίσιμη με στοχευμένες παρεμβάσεις σε τοπικό επίπεδο, οι πιέσεις στην οικονομία θα είναι μεγάλες. Πρόσφατα το ΔΝΤ διατύπωσε εκτιμήσεις για ύφεση της τάξης του 9,5% και έλλειμμα που θα ξεπεράσει το 7% του ΑΕΠ. Προφανώς αυτό αντιλαμβάνονται στην Κυβέρνηση και επιδιώκουν να διαχειριστούν την κατάσταση με μια σειρά ενεργειών, όπως πχ η νέα έξοδος της Ελληνικής Δημοκρατίας στις αγορές που εντάσσεται στις προσπάθειες να ενισχυθεί η ρευστότητα.
Η πολιτική τοπικών lockdown θα απαιτήσει τη χρηματοδότηση ειδικών μέτρων στήριξης για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους των κόκκινων περιοχών , όπως πχ συνέβη με την Κοζάνη. Επιπλέον όσο η οικονομία είναι στο κλοιό της επιδημίας, η είσπραξη των φόρων θα είναι υπό συνεχή αμφιβολία, ενώ η ένταση της υγειονομικής κρίσης θα επιδεινώνει τις επιπτώσεις και στις καταναλωτικές δαπάνες. Κι όλα αυτά ενώ ο προϋπολογισμός είναι ήδη εκτός τροχιάς και οι αβεβαιότητες αυξάνονται διαρκώς.
Η ΕΕ έδωσε στην Ελλάδα δημοσιονομικά περιθώρια και η Κυβέρνηση πήρε και παίρνει μέτρα στήριξης που χρηματοδοτούνται τόσο από τον προυπολογισμό όσο και από ευρωπαικούς πόρους, τα οποία περιορίζουν τις επιπτώσεις της κρίσης. Ωστόσο, μην ξεχνάμε ότι ακόμη δεν γνωρίζουμε ούτε τη χρονική διάρκεια (το δεύτερο κύμα ήρθε νωρίτερα από ότι αναμενόταν ) ούτε και την ένταση της υγιειονομικής κρίσης που είναι οι δύο παράγοντες που θα κρίνουν αν είναι επαρκή ή όχι τα μέτρα.