Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι «καλοκαιράκηδες» σφάζονται με τους χειμωνάκηδες με φόντο το προφανές: για το εάν το καλοκαίρι είναι ακόμα εδώ! Ημερολογιακά και σε σχέση με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την εποχή που ζούμε. Οταν, όμως, γυρίζεις από τις καλοκαιρινές διακοπές, ας μην έχουμε αυταπάτες, το καλοκαίρι τελειώνει.

(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)

Οταν γυρίζεις και πάλι στην πόλη που μένεις, μην τρελαθούμε, δεν έχει τελειώσει το καλοκαίρι, αλλά έχει κλείσει με την πόρτα πίσω σου όλη εκείνη η περίοδος της ανεμελιάς. Αυτές οι ημέρες που τα ρούχα που έριχνες επάνω σου ήταν μια φιλική συμμετοχή, αφού πριν φύγεις είχες αφήσει το dress code στον καναπέ του σπιτιού σου, είναι πάνω στο δέρμα και στη μνήμη σου. Δεν τις ζεις, πια, αλλά δεν μπορείς και να τις βγάλεις από το μυαλό σου, με την ίδια δυσκολία που δεν ανοίγεις και τη βαλίτσα σου, λες και τα όσα έζησες δεν θες να δραπετεύσουν από εκεί μέσα.

Οταν επιστρέφεις στον τόπο που μένεις είσαι εκτός πραγματικότητας, αφού η κανονική ζωή δεν είναι αυτή που ζεις όλες τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου, αλλά εκείνες που πέρασες στις καλοκαιρινές διακοπές σου. Οταν γυρίζεις πίσω είσαι σαν ερωτευμένος ποιητής που τον ρίχνουν στα χαρακώματα, στο πεδίο της μάχης.

Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν μπορεί να συνηθίσει την επάνοδο στην καθημερινότητα. Η ζωή στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας δεν έχει καμία σχέση με τα μέρη που πήγαμε διακοπές. Οσες ημέρες καλοκαιρινής άδειας κι αν πήρες, πώς μπορείς να συνηθίσεις την ατελείωτη κίνηση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης; Εκεί που άκουγες πουλάκια, θρόισμα φύλλων και παφλασμό κυμάτων, τώρα πρέπει να ανεχτείς τα κομπρεσέρ, τις κόρνες, τις φωνές, τα έργα στους δρόμους. Που όταν αυτά γίνονται πρώτα χαλάει κάτι άλλο και μετά ολοκληρώνεται η δουλειά. Πάνε οι απίστευτοι τύποι να περάσουν σωληνώσεις νερού και κόβουν τα καλώδια της τηλεφωνίας – απολύτως true story, το ζω αυτές τις ημέρες.

Οταν γυρίζεις από τις διακοπές κοιτάς τους ανθρώπους μέσα στα αυτοκίνητά τους και τους βλέπεις θλιμμένους και προβληματισμένους. Την ίδια στιγμή τους συμπονάς, τους καταλαβαίνεις, διάολε, νιώθεις το ίδιο. «Οι πόλεις έχουν γίνει αβίωτες, δεν μας χωρούν όλους», σκέφτεσαι, και σου περνά απ΄ το μυαλό, για άλλη μια φορά, να φύγεις, να πας αλλού. Σε κάποιο μέρος εντός της ελληνικής επικράτειας, ήρεμα, ήσυχα, όπου μπορείς να καλλιεργείς τα λαχανικά σου, να ψαρεύεις, να είσαι μέσα στη φύση, να ζεις ανθρώπινα.

Την ίδια στιγμή προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα με τις ατελείωτες υποχρεώσεις, τα τηλέφωνα να χτυπάνε, τους λογαριασμούς να μαζεύονται στο γραμματοκιβώτιο, ενώ θες να βρεις αυτόν που πρωτοείπε για τη «φόρτιση μπαταριών από τις διακοπές» και να του κατεβάσεις εδάφια από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη. Επίσης, πρέπει να στείλεις το κείμενο που γράφεις αλλά δεν σε βοηθά το hotspot στο κινητό σου επειδή οι απίθανοι τύποι έσκαψαν επάνω στα καλώδια του τηλεφώνου σου – μη σας κουράζω με τα δικά μου, έχετε κι εσείς τα αντίστοιχα.

Και μέσα σε όλα, να ακούς ευχές για «καλό χειμώνα», να πετάγεται ο άλλος και να του απαντά «καλό φθινόπωρο», ενώ ένας τρίτος τους διορθώνει «καλό αποκαλόκαιρο». Κι εσύ συνεχίζεις να σκέφτεσαι το πώς, τελικά, θα καταφέρεις να αφήσεις για πάντα την πόλη πίσω σου…