Ό,τι και να υποστηρίζουν τα επιτελεία τους, η αλήθεια είναι ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ δεν κατάφεραν με την παρουσία τους στο debate να απαλλάξουν τους δυνητικούς ψηφοφόρους τους από τις δεύτερες σκέψεις. Δεν μπόρεσαν να τους τραβήξουν οριστικά από τις αμφιβολίες και τον καναπέ τους. Υπάρχει χρόνος- αλλά πόσος;

 Το φετινό debate δεν ήταν όπως τα προηγούμενα. Είχε ζωντάνια, ταχύτητα, κοφτές ατάκες, νεύρο, αμηχανία, ένταση, διαβασμένους παίκτες, απροετοίμαστους διαγωνιζόμενους, και έξι μονολόγους στο τέλος για να θυμίζουν και κάτι από τα παλιά. Είχε ό,τι έπρεπε για να κάνει τη διαφορά και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, όσων επέλεξαν να το παρακολουθήσουν, εκείνη την ώρα ή αργότερα.

Οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ και το κόμμα τους κέρδισαν λοιπόν- υπό την έννοια ότι συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε μια πιο ελεύθερη συζήτηση, με λιγότερους περιορισμούς και βαρετούς παράλληλους μονολόγους. Τόλμησαν και έκαναν την αρχή. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την επόμενη φορά- όταν προκύψει νέα εσωκομματική διαδικασία-  θα εμφανιστούν και άλλα κόμματα να δοκιμάσουν τη συνταγή. Μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – ο Κασσελάκης, ο Πολάκης και όποιος άλλος θέσει υποψηφιότητα- που θα το τολμήσει. Ίδωμεν.

Το μοντέλο της περασμένης Τρίτης λοιπόν άφησε να μπει αέρας ανανέωσης στη διαδικασία και να αποκαλύψει αρκετές μέχρι τώρα αθέατες πλευρές από τα «ενδότερα» της κάθε υποψηφιότητας. Ψηφοφόροι ή μη του ΠΑΣΟΚ από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις – από τις ευρωεκλογές, ας πούμε- είδαν μέσα από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων να ξετυλίγονται οι δρόμοι που οι υποψήφιοι προτείνουν για την επόμενη μέρα. Διαπίστωσαν τα όρια, τις αντοχές, τα ταλέντα και τα αδύναμα σημεία των υποψηφίων και πως αυτοί επιλέγουν να αξιοποιήσουν την τελευταία ευκαιρία για την επιστροφή του κόμματός τους σε κυβερνητική τροχιά. Φυσικά και δεν πρέπει να κρίνει κανείς μόνο από την εμφάνιση στο debate τη δυναμική των έξι (του καθενός και της καθεμιάς χωριστά), αλλά μπορεί να αποκτήσει (και απέκτησε) μια καλή εικόνα για το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουν το ρόλο τους για την επομένη του δεύτερου γύρου- όταν θα κλείσουν οι κάλπες και οι προβολείς και ο νικητής της κούρσας θα βρεθεί στη Χαριλάου Τρικούπη μπροστά στις ευθύνες και τα στοιχήματά του.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιχείρησε και κατάφερε στην τηλεμαχία να μην κάνει κάποιο μοιραίο λάθος. Εμφανίστηκε διαβασμένος, έτοιμος να απαντήσει στον αντίπαλό του με στοιχεία, αλλά μίλησε περισσότερο για το δικό του παρελθόν, για τη θητεία του στη Χαριλάου Τρικούπη και για όσα έκανε από το 2021 μέχρι σήμερα. Απέφυγε να κάνει ουσιαστική αυτοκριτική. Να εξηγήσει με πλήρη ειλικρίνεια στους τηλεθεατές γιατί το ΠΑΣΟΚ έχασε το διακηρυγμένο στόχο για τη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές. Και επιπλέον: δεν αφιέρωσε χρόνο για να περιγράψει το σχέδιό του και για το πως θα το υλοποιήσει με μεγαλύτερα βήματα και τα αναγκαία άλματα για να μπορέσει να κοιτάξει στα μάτια τον βασικό αντίπαλό του στην αναμέτρηση των επόμενων εθνικών εκλογών. Χρησιμοποίησε φράσεις- «καρφιά» που πάντως δεν είναι σίγουρο ότι έφεραν ανεπανόρθωτο πλήγμα στο στόχο του. Το να χαρακτηρίζεις ευνοούμενο έναν εκλεγμένο και μάλιστα από μια μη εσωκομματική αλλά ευρύτερη κάλπη δεν φανερώνει αυτοπεποίθηση αλλά αγωνία.

Ο Χάρης Δούκας που «ευτυχώς δεν είναι Ερντογάν» κατά τον κ. Ανδρουλάκη εμφανίστηκε σχετικά απροετοίμαστος να παίξει το γρήγορο παιχνίδι της ατάκας. Απάντησε με καθυστέρηση στην ερώτηση για τα 12 ναυτικά μίλια (άφησε να περάσει μία θεματική) αλλά ανέπτυξε ταχύτητα όταν αποφάσισε να αντιδράσει στα ομαδικά πυρά για «τα δυο καρπούζια σε μια μασχάλη». Έβαλε θέματα προγραμματικού ενδιαφέροντος, απέφυγε τις πολλές ειρωνείες εναντίον των αντιπάλων του, προσπάθησε να ξεκαθαρίσει ότι θέλει πράγματι να ενώσει δυνάμεις- αλλά δεν ξεχώρισε ως νικητής, όπως στο debate με τον κ. Μπακογιάννη.

Ο Παύλος Γερουλάνος επέλεξε ήπιους τόνους αντίδρασης, επέμεινε στο δικό του πρόγραμμα «Αναγέννηση», κατηγόρησε τον κ. Ανδρουλάκη ότι δεν υιοθέτησε τη δική του πρόταση για το δανειολόγιο, που όμως συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Είχε μια καλή και άνετη εμφάνιση- ακόμα και όταν επιχειρηματολογούσε για το ποια μπορεί να είναι η κατάληξη αν οδεύσουμε προς τη Χάγη.

Η Άννα Διαμαντοπούλου βασίστηκε μπήκε και αποχώρησε από το στούντιο με τη σιγουριά της εμπειρίας. Αναφέρθηκε ουκ ολίγες φορές στη διαδρομή της, εδώ και στην Ευρώπη, προσπάθησε να φωτίσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να τα συνδέσει με τον στόχο ο επόμενος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να είναι και ο επόμενος πρωθυπουργός. Επικρίθηκε για το γεγονός της απόστασης που κράτησε επί 12 χρόνια από τα κομματικά δρώμενα, αλλά μάλλον δεν έπεισε το κομματικό κοινό ότι υπάρχει ζωή για μία πρώην υπουργό και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ έξω από αυτό.

Η Νάντια Γιαννακοπούλου μίλησε έξω από τα δόντια και δήλωσε δικαιωμένη για το ότι πρωτοστάτησε για να κινήσει την διαδικασία για την εκλογή ηγεσίας, αλλά δεν έβαλε γρήγορα τελεία στο σχετικό αφήγημά της για να πάει παρακάτω. Και ο Μιχάλης Κατρίνης προσπάθησε να εμφανιστεί ως ο μοναδικός εκφραστής του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ», παραπέμποντας ωστόσο αρκετές φορές σε προηγούμενες δεκαετίες για να διατηρήσει το νήμα με τις μνήμες του ακροατηρίου στο οποίο στοχεύει. Τελικά είχε ως πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ διαφωνήσει κάποια φορά με τον πρόεδρο Ανδρουλάκη και πότε;

Υπήρξαν νικητές ή ακόμη καλύτερα νικητής στο debate; Υπήρξαν έξι στελέχη που συνέβαλαν αποτελεσματικά στην εξέλιξη ενός πολιτισμένου διαλόγου, που αν την επομένη αντιληφθούν ότι μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά θα πετύχουν τουλάχιστον το στόχο της δυναμικής επανεκκίνησης. Δε υπάρχει, ούτε πρόβαλε από την τηλεμαχία, ο υποψήφιος του 50+1, δηλαδή αυτός που μπορεί να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο.

Υπάρχουν πάντως – όπως φαίνεται και στα γκάλοπ- πάνω από δύο υποψήφιοι που έχουν τη δυνατότητα μέσα στις επόμενες 10 ημέρες να ξεχωρίσουν στο σκηνικό, διεκδικώντας τη μερίδα του λέοντος από τη μαζική συμμετοχή στις εσωκομματικές κάλπες. Μετά από την τηλεμαχία, όποιος ή όποια καταφέρει να σηκώσει από τον καναπέ ψηφοφόρους από τον ευρύτερο χώρο, θα είναι αν όχι από τους μονομάχους του δεύτερου γύρου, από τους «παίκτες» της επόμενης μέρας.