Μια εξέχουσα διάσταση της προεκλογικής περιόδου που αφορά τους πολίτες, είναι όλα αυτά που ακούμε για τη φορολογία και την οικονομία από τους κυριότερους διεκδικητές της εξουσίας. Η μεν κυβέρνηση προτάσσει τον στόχο της για την επόμενη τετραετία – που θα είναι ο αυξήσεις μισθών και του εισοδήματος εν γένει των πολιτών είτε με άμεσες αυξήσεις είτε με έμμεσες μέσω μείωσης της φορολογίας. Από την αξιωματική αντιπολίτευση μέχρι στιγμής ακούμε για μεγαλύτερες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, για επαναφορά της 13ης σύνταξης, αλλά και κατάργηση κάποιων φοροελαφρύνσεων – όπως στις γονικές παροχές, που τις θεωρούν χαριστικές για τους πολύ πλούσιους.
Αναφορικά δε με τη μεσαία τάξη για την οποία εκ των υστέρων αναγνώρισαν πως στη διάρκεια της διακυβέρνησής τους την αδίκησαν φορτώνοντάς τη με υπέρογκους φόρους, από τη μια λένε πως θα την ενισχύσουν πλην όμως αρνούνται να πουν με ποια εισοδηματικά κριτήρια εντάσσεται κάποιος στην περίφημη αυτή τάξη. Αν για παράδειγμα θεωρείται «μεσαίος» κάποιος με εισόδημα μέχρι 20.000 όπως είχαν πει παλιά, ή αν έχουν ανεβάσει αυτό το όριο ψηλότερα.
Βέβαια, αν και συγκρίνουμε διαφορετικές εποχές, (ΣΥΡΙΖΑ με μνημόνια, Ν.Δ χωρίς μνημόνια) εν τούτοις έχει αξία για τους πολίτες και επειδή οι μνήμες είναι κοντινές, ποιος τους νοιάστηκε περισσότερο, στη διάρκεια της διακυβέρνησής τους.
Το 2017 ο Τσακαλώτος στη Βουλή είχε δηλώσει πως ήταν «συνειδητή επιλογή η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης». Το 2021 ο Τσίπρας είχε δηλώσει επίσης, πως τότε ήταν «εθνική ανάγκη να επιβαρύνει τη μεσαία τάξη προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση». Αντιπαρέρχομαι το γεγονός, αν ήταν αναπόφευκτο να ζήσουμε κι ένα τρίτο μνημόνιο και στέκομαι μόνο πως με τη λογική τους, η μεσαία τάξη είναι η εύκολη λύση όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Βέβαια, αυτή τη συνειδητή επιλογή την πλήρωσαν στις κάλπες του 2019, αλλά αυτό φαίνεται πως δεν τους ενδιαφέρει και πολύ αφού και τώρα μοιάζουν να λειτουργούν και να σκέφτονται με διαχωρισμούς και με λογικές αναδιανομής του πλούτου από τους μεσαίους και πλούσιους προς τους ασθενέστερους.
Δηλαδή, της γνωστής εξίσωσης προς τα κάτω.
Αρνούνται, δηλαδή, να αντιληφθούν πως οι εποχές πλέον έχουν αλλάξει, είμαστε εκτός μνημονίων και οι απαιτήσεις των πολιτών είναι διαφορετικές γιατί τώρα υπάρχουν κι άλλες εναλλακτικές εκτός από τις διαταγές της τρόικας. Και ποιες είναι αυτές οι επιλογές; Μα, η συνεχής ανάπτυξη της οικονομίας με κάθε τρόπο, μέσω επενδύσεων, μέσω αύξησης της απασχόλησης και διάχυση της υπεραπόδοσης της οικονομίας σε όλη την κοινωνία και όχι επιλεκτικά στους ασθενέστερους που στη μεγάλη πλειονότητά τους είναι ανειδίκευτοι, χωρίς εμπειρία ή χαμηλών προσόντων.
Ναι, δίχτυ προστασίας για τους ευάλωτους και ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου τους, πλην όμως όχι πάντα εις βάρος του παραγωγικού κομματιού της κοινωνίας που στην ουσία συντηρεί όλο το κράτος και τους εξαρτώμενους απ’ αυτό πολίτες, με τους φόρους του. Δεν είναι δυνατόν σε μια κοινωνία να υπάρχουν μόνιμα υποζύγια, οι μισθωτοί που δεν μπορούν να κρύψουν τίποτα και οι υγιείς νομοταγείς επιχειρήσεις, και κάποιοι άλλοι -που πάντα βρίσκουν τα παράθυρα της φοροαποφυγής- να μη μετέχουν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Ελεύθεροι επαγγελματίες πάσης φύσεως που δηλώνουν τόσα έτσι ώστε να είναι και δικαιούχοι των επιδομάτων για φτωχούς, ενώ το επίπεδο διαβίωσής τους προφανώς και δεν δικαιολογείται.
Και ναι μεν όλα τα κόμματα όταν ερωτώνται πού θα βρουν τα χρήματα για να καλύψουν τις προεκλογικές υποσχέσεις για παροχές, διαχρονικά λένε «μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής», κανείς όμως δεν συγκεκριμενοποιεί πώς θα γίνει αυτό. Κι είναι ευνόητοι οι λόγοι. Για να μη χαθούν ψήφοι και, φυσικά, στη συνέχεια κανείς δεν θέλει να σπάσει αυγά για τον φόβο του πολιτικού κόστους, με αποτέλεσμα η φοροδιαφυγή να αποτελεί μια μόνιμη γάγγραινα της ελληνικής οικονομίας.