Όλοι αναρωτιόμαστε διαρκώς «μα πώς είναι δυνατόν;». Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν, πώς είναι δυνατόν να καίγεται η χώρα και να μην μπορούμε να σβήσουμε τη φωτιά; Και ψάχνουμε για ευθύνες – κυρίως πολιτικές. Ναι, αναμφίβολα πολιτικές ευθύνες υπάρχουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση βαραίνουν την κυβέρνηση, η οποία διοικεί τη χώρα επί τέσσερα χρόνια.
Ποια είναι όμως η πολιτική ευθύνη, αν θέλουμε να την εξηγήσουμε; Είναι ότι η πολιτική ηγεσία και οι υπηρεσίες δεν κατάφεραν ούτε να αποτρέψουν, ούτε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις πυρκαγιές. Η πολιτική ευθύνη τελικά ερμηνεύεται σε ευθύνη κακής δημόσιας διοίκησης. Το κοινό σημείο σε όλα τα δράματα που ζούμε κάθε τόσο είναι η αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση – και σε επίπεδο υπηρεσιών και σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας.
Πάρτε για παράδειγμα όλα όσα συνέβησαν επί αυτής της κυβέρνησης και τη φόρτωσαν πολιτικές ευθύνες. Συγκρούστηκαν στα Τέμπη δύο τρένα που βρέθηκαν κατά λάθος στην ίδια γραμμή και σκοτώθηκαν δεκάδες νέοι. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι ότι τα τρένα είναι στην ίδια γραμμή, ούτε οι μηχανοδηγοί, ούτε οι σταθμάρχες, ούτε οι επόπτες και κανένα πρωτόκολλο ασφαλείας δεν τηρήθηκε. Την πολιτική ευθύνη την έχει η κυβέρνηση γιατί η διοίκηση που διόρισε δεν έκανε τη δουλειά της. Μπήκαν 150 Κροάτες χούλιγκαν από τα σύνορα, διέσχισαν όλη τη χώρα, έφθασαν στο γήπεδο της ΑΕΚ, πλάκωσαν στο ξύλο όποιον βρήκαν και σκότωσαν έναν νέο. Η Αστυνομία τους «παρακολουθούσε διακριτικά» σε όλη την πορεία τους και παρενέβη αφού άρχισαν την επίθεση. Προφανώς ήταν αργά. Την πολιτική ευθύνη την έχει η κυβέρνηση γιατί η δημόσια διοίκηση που διόρισε δεν έκανε τη δουλειά της. Κάθε χρόνο έχουμε δολοφονίες από διάφορες μαφίες που δρουν ανεξέλεγκτα, κάθε χρόνο έχουμε βίαια επεισόδια και καταστροφές περιουσιών από γνωστούς-άγνωστους. Τους ξέρει η Αστυνομία τους μαφιόζους, όπως ξέρει και τους χούλιγκαν, όπως ξέρει και τους γνωστούς-άγνωστους. Και η Δικαιοσύνη τους ξέρει και νόμοι υπάρχουν – περισσότεροι από όσους χρειάζεται ένα ευνομούμενο κράτος. Την πολιτική ευθύνη όμως την έχει η κυβέρνηση γιατί η δημόσια διοίκηση που επέλεξε δεν έκανε τη δουλειά της.
Γνωρίζει επίσης η Πυροσβεστική ότι το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου θα καούν η χώρα από τη ζέστη και τα κωνοφόρα δάση από τους εμπρησμούς που τους ευνοούν τα μελτέμια. Γνωρίζουμε επίσης ότι κάθε χρόνο μια βαριά νεροποντή θα πνίξει κάποιες πολύ συγκεκριμένες περιοχές.
Τα ξέρουμε όλα διότι όλα επαναλαμβάνονται διαρκώς, είναι σαν φυσικός κύκλος, είναι σαν ετήσιο πρόγραμμα. Και τα αφήνουμε να συμβούν.
Μετά, ψάχνουμε πολιτικές ευθύνες τις οποίες τις βρίσκουμε (δεν είναι και δύσκολο, φταίει η εκάστοτε κυβέρνηση) και τον επόμενο χρόνο ξαναγίνονται τα ίδια ακριβώς. Την πολιτική ευθύνη λοιπόν τώρα την έχει αυτή η κυβέρνηση. Πριν, την είχε η προηγούμενη. Μετά θα την έχει η επόμενη. Και λοιπόν; Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι κυβερνήσεις; Πολύ κακή δημόσια διοίκηση.
Είναι φως φανάρι ότι κάτι δεν πάει καλά σε σχέση με τη διοίκηση της χώρας. Και το πρόβλημα ξεκινάει από πάνω, δηλαδή από τα πολιτικά κόμματα, και φτάνει μέχρι τη βάση της πυραμίδας της δημόσιας διοίκησης. Τα πολιτικά κόμματα δεν συμφωνούν στο πού πρέπει να πάει η χώρα, δεν συμφωνούν σε έναν εθνικό στόχο, ούτε φυσικά σε ένα πλάνο για να τον πετύχουμε. Ενδεχομένως δεν συμφωνούν διότι αν συμφωνούσαν, οι κυβερνήσεις θα κρίνονταν με βάση την αποτελεσματικότητά τους. Και αυτό θέλουν να το αποφύγουν οι πολιτικοί, προτιμούν να κονταροχτυπιούνται με τις κομματικές ταμπέλες τους, δεξιές και αριστερές, οπότε τελικά αξιολόγηση με βάση την αποτελεσματικότητα δεν υπάρχει. Και φυσικά φροντίζουν να μην αξιολογείται ούτε η δημόσια διοίκηση. Διότι γι’ αυτούς σημασία έχει να παραμένουν στη θέση τους ισχυροί και ετοιμοπόλεμοι οι κομματικοί στρατοί. Αν οι στρατοί αυτοί λειτουργούν σωστά, μπράβο τους, αν όχι, δεν πειράζει, και οι άλλοι τα ίδια χάλια ήταν.
Και έτσι μένουμε διαρκώς στα ίδια χάλια, επιβεβαιώνοντας τον Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που είχε πει: «Αυτό το δοβλέτι, ούτε σιάνει, ούτε χαλάει».
Είχε δίκιο. Μένουμε στα ίδια χάλια και κάθε φορά που μας συμβαίνει κάτι αναρωτιόμαστε έκπληκτοι: «Μα είναι δυνατόν;».
Πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση;
Κατ’ αρχάς εμείς, όλοι, να ξεφύγουμε από το καθεστώς της σύγχρονης μυθολογίας μας. Ζούμε σε έναν μύθο ότι είμαστε καταπληκτικοί, ότι τα ξέρουμε όλα, ότι πάμε πολύ καλά. Μέχρι και σλόγκαν το κάναμε για να προσελκύσουμε τουρίστες: «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα». Εμείς ζούμε στην αχλή του μύθου μονίμως και ξαφνικά συμβαίνει κάτι και μας προσγειώνει απότομα στα κράσπεδα της πραγματικότητας. Καιγόμαστε, σκοτωνόμαστε, καταρρέουμε, πάντα έκπληκτοι.
Δεύτερον, πρέπει τα κόμματα να συμφωνήσουν σε εθνικούς στόχους και στο πλάνο για την επίτευξή τους. Οπως αποδείχθηκε με το σύστημα ράβε – ξήλωνε (αλλαγές προσώπων, υπουργών, διοικητών κ.λπ.) το πρόβλημα δεν λύνεται. Το κακό συμβαίνει ανεξαρτήτως κυβερνήσεως και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει επειδή ο κρατικός μηχανισμός δεν λειτουργεί. Για να λειτουργήσει, πρέπει να χτιστεί σωστά από την αρχή με σύστημα και αξιοκρατικά κριτήρια και όχι με κομματικές επιλογές προσώπων και κινήσεις εντυπωσιασμού.
Τρίτον, πρέπει να υπάρχει αξιολόγηση τόσο της δημόσιας διοίκησης όσο και του πολιτικού προσωπικού με βάση την αποτελεσματικότητά τους.
Και επειδή αυτά δεν γίνονται και μάλλον δεν θα γίνουν, εμείς θα συνεχίσουμε να ζούμε τον μύθο μας μέχρι να ξανασπάσουμε τα μούτρα μας, οι πολιτικοί μας θα συνεχίσουν να τσακώνονται για την ιδεολογική ταμπέλα και η δημόσια διοίκηση θα παραμένει… ατάραχη.