Η αλήθεια είναι ότι την τελική ευθύνη την έχουν ο υπουργός και ο πρωθυπουργός. Οχι την ποινική με βάση τον νόμο, ούτε τη διαχειριστική ή την «επιχειρησιακή», αλλά την αντικειμενική, την πολιτική έναντι της κοινωνίας που τους εξέλεξε με την ψήφο της και τους έδωσε τα κλειδιά της εξουσίας.
Υπό αυτή την έννοια είναι απολύτως λογικό κάθε φορά, μετά από κάθε τραγωδία, να ζητείται η παραίτηση του αρμόδιου υπουργού. Ο πολίτης δεν μπορεί να φτάσει στον αρχηγό ή τον αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. που έχουν την ουσιαστική ευθύνη, αλλά δικαιούται να ζητήσει «εξηγήσεις» από εκείνον που ψήφισε για τα λάθη και τις παραλείψεις των στελεχών του κρατικού μηχανισμού. Ετσι λειτουργεί η Δημοκρατία και η «τιμωρία» του υπεύθυνου παίρνει τη μορφή του πολιτικού κόστους.
Και το πολιτικό κόστος είτε το επωμίζεται ο παραιτηθείς υπουργός, είτε συνολικά η κυβέρνηση ή μόνο ο πρωθυπουργός. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν η παραίτηση ενός υπουργού περιορίζει ή διευρύνει το πολιτικό κόστος που καλείται να «πληρώσει» μια κυβέρνηση μετά από κάθε λάθος του κρατικού μηχανισμού. Κανείς δεν το ξέρει και κανείς δεν θα το μάθε ποτέ.
Η έφοδος των χούλιγκαν από την Κροατία και ο θάνατος του νεαρού οπαδού της ΑΕΚ έβαλε ξανά στον δημόσιο διάλογο θέμα παραίτησης του αρμόδιου υπουργού Γιάννη Οικονόμου. Θα μπορούσε κάποιος να το συζητήσει με αληθινό ενδιαφέρον αν δεν είχαμε ήδη έναν απίστευτο «πληθωρισμό» ανακοινώσεων και δηλώσεων από την πλευρά της αντιπολίτευσης για την παραίτηση κάποιου υπουργού.
Δεν υπάρχει εβδομάδα που να μην υπήρξε ανάλογο αίτημα παραίτησης ενός κυβερνητικού στελέχους και μάλιστα σε τέτοιον βαθμό που η όλη διαδικασία να κινδυνεύει να διολισθήσει στα όρια της γραφικότητας. Το πρόβλημα όμως δεν είναι το μέλλον του κάθε υπουργού, αλλά αν και σε τι βαθμό μπορούμε να βελτιώσουμε τη λειτουργία του συστήματος και πώς θα αποφύγουμε ανάλογες, με αυτήν της περασμένης εβδομάδας, τραγωδίες.
Πολλές φορές η επικέντρωση της συζήτησης στις ευθύνες των υπουργών αποπροσανατολίζει και κρύβει τις αληθινές διαστάσεις του προβλήματος, οι οποίες φτάνουν στον κάθε εργαζόμενο, στον κάθε κρίκο της αλυσίδας του μηχανισμού που έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας μια αποστολή. Είναι φανερό πως στην υπόθεση με τους Κροάτες χούλιγκαν κάποιοι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε την επιχειρησιακή ευθύνη για ένα τέτοιο γεγονός στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
Πολλά στελέχη της Αστυνομίας έχουν την ίδια νοοτροπία της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας, της αποποίησης ευθυνών, της έλλειψης επαγγελματικής πρωτοβουλίας με πολλούς άλλους κλάδους εργαζομένων στη χώρα μας. Και υπάρχει αυτή η νοοτροπία γιατί στην πραγματικότητα πολλοί είναι εκείνοι που δεν θέλουν να κάνουν… τη δουλειά που κάνουν.
Υπάρχουν αστυνομικοί που αντιμετωπίζουν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις ως πάρεργο. «Πρώτη» τους δουλειά θεωρούν το μαγαζί που άνοιξαν στο όνομα κάποιου συγγενούς, τη φύλαξη κάποιου επιχειρηματία ή το χόμπι τους. Δεν είναι οι μόνοι. Ο υπάλληλος του δήμου αν και προσελήφθη στην Καθαριότητα βάζει λυτούς και δεμένους για να μετατεθεί σε γραφείο. Ο εκπαιδευτικός βαρέθηκε την τάξη, δεν «αντέχει» τα παιδιά και αναζητά τη μετακίνηση σε άλλη υπηρεσία.
Ο γιατρός κουράζεται στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου και θέλει την ησυχία του και ο αξιωματικός επιδιώκει τη μετακίνησή του στο Επιτελείο. Ο υδραυλικός απεχθάνεται τις βρύσες και ο ηλεκτρολόγος τα καλώδια. Για να μην αναφερθούμε σε ακόμη χειρότερα περιστατικά, όπως εκείνα με τον σταθμάρχη στη Λάρισα τον περασμένο Φεβρουάριο. Φυσικά δεν είναι όλοι έτσι, αλλά φοβάμαι πως οι σωστοί επαγγελματίες τείνουν να γίνουν μειοψηφία.
Η ατομική επαγγελματική ευθύνη είναι τελικά η μόνη «εγγύηση» όχι μόνο για να πάει μπροστά η χώρα, αλλά και για να γλιτώσουμε από τραγωδίες όπως αυτή με τους χούλιγκαν. Αν όλοι έκαναν στοιχειωδώς σωστά και ευσυνείδητα τη δουλειά τους, δεν θα φτάναμε σε αυτά τα αποτελέσματα. Αυτή η επαγγελματική συνέπεια αν δεν υπάρχει στη λογική ενός εργαζομένου πρέπει να επιβληθεί με το καλό ή το κακό. Κι αυτό είναι ευθύνη της κυβέρνησης, της εκάστοτε κυβέρνησης. Εχει μεγαλύτερη σημασία ο υπουργός να κάνει σωστά τη δουλειά του από το να εξελίσσεται σε «Ιφιγένεια» για το συλλογικό μας υποσυνείδητο.