Ενα από τα βασικά ζητούμενα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η μεταρρύθμιση του Δημοσίου ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά. Την πρώτη τετραετία της κυβέρνησης η ψηφιοποίηση που έκανε ο Κυριάκος Πιερρακάκης θεωρήθηκε μεταρρύθμιση, παρόλο που στην πράξη ήταν απλώς μια διευκόλυνση των πολιτών με τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων ώστε να μην τρέχουν από υπηρεσία σε υπηρεσία και να μη χρειάζεται να χάνουν χρόνο και χρήμα για μια απλή συναλλαγή με το Δημόσιο. Η αλλαγή που έφερε ο Πιερρακάκης δεν ήταν μεταρρύθμιση στην πραγματικότητα, διότι δεν περιόρισε τις απαιτήσεις του Δημοσίου, ούτε μετέβαλε επί της ουσίας τις διαδικασίες, αλλά ήταν τόσο διευκολυντική για τους πολίτες που επιτρέπεται να τη θεωρούμε μεταρρύθμιση.
Πέραν αυτής, άλλη μεταρρύθμιση δεν είδαμε σε κανέναν τομέα και είναι πολύ αμφίβολο αν θα δούμε στο μέλλον.
Τώρα ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έφερε ένα φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο δεν περιλαμβάνει καμία μεταρρύθμιση. Αλλάζει απλώς τους κανόνες προκαλώντας αντιδράσεις, αυξάνει το αίσθημα αδικίας, δημιουργεί την εντύπωση φοροεπιδρομής, ακόμη και αν δεν είναι.
Το νομοσχέδιο αυτό δεν μεταρρυθμίζει το φορολογικό σύστημα, ανακατεύει την τράπουλα με στόχο τον περιορισμό της φοροδιαφυγής από τους ελεύθερους επαγγελματίες και μόνο – και τελικά είναι πάρα πολύ αμφίβολο αν θα έχει κάποια επίπτωση στη φοροδιαφυγή. Σύμφωνα δε με κάποιους φορολογικούς συμβούλους, δεν θα είναι λίγοι αυτοί οι ελεύθεροι επαγγελματίες που θα δηλώσουν λιγότερα ώστε να πληρώσουν με βάση το τεκμήριο και να αποφύγουν τον έλεγχο αυξάνοντας έτσι τη φοροδιαφυγή.
Πώς θα μπορούσε το νομοσχέδιο να αποτελέσει σημαντική και χρήσιμη φορολογική μεταρρύθμιση; Μόνο αν πετύχαινε την απλούστευση του φορολογικού συστήματος.
Αν ο Χατζηδάκης πετούσε στα σκουπίδια ό,τι υπάρχει μέχρι σήμερα και ξεκίναγε με μια λευκή κόλλα χαρτί να φτιάξει ένα νέο σύστημα, με στόχο να το κάνει εξαιρετικά απλό, να είναι πολύ ξεκάθαρο και σαφές για όλους τους φορολογουμένους και να δημιουργεί αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης, τότε μόνο θα λέγαμε ότι έγινε επιτέλους μια φορολογική μεταρρύθμιση.
Η παρέμβαση σε συγκεκριμένες διατάξεις, οι αυθαίρετες και φυσικά αμφισβητούμενες υποθέσεις περί του εισοδήματος ολόκληρων κλάδων, το παιχνίδι με τους συντελεστές και τα όρια, οι διορθώσεις παλιότερων λαθών μέσω φοροαπαλλαγών, οι φοροεξαιρέσεις μέσω πολύπλοκων υπολογισμών και όλα όσα περιέχουν συνήθως τα φορολογικά νομοσχέδια -και το συγκεκριμένο- το μόνο που πετυχαίνουν είναι να μπερδεύουν τους πολίτες, να δημιουργούν αίσθημα αδικίας και να καθιστούν ένα κακό φορολογικό σύστημα ακόμη χειρότερο.
Η απλούστευση του φορολογικού συστήματος δεν είναι εύκολη, όπως δεν είναι καθόλου εύκολη η δημόσια διοίκηση συνολικά. Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά διότι απαιτεί τον συνδυασμό στόχων και την αντιμετώπιση πολλών διαφορετικών ζητημάτων.
Για να γίνει όμως σωστά πρέπει να έχει ως βάση το ζητούμενο κάθε δημοκρατίας, που είναι η δικαιοσύνη και η ισονομία. Η διαφορετική αντιμετώπιση των φορολογουμένων απέχει πολύ από τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ισονομίας.
Το φορολογικό νομοσχέδιο έχει προκαλέσει ήδη έντονες αντιδράσεις σε πολλούς κλάδους ελεύθερων επαγγελματιών και θα μεταφραστεί σε πολιτική δυσαρέσκεια στις εκλογές. Τουλάχιστον αυτό εκφράζουν πάρα πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες που λένε ότι «θα μαυρίσουν» την κυβέρνηση στις εκλογές. Γιατί; Διότι θεωρούν ότι το νομοσχέδιο τους αδικεί, τους παίρνει τα λεφτά από την τσέπη, τους καταδικάζει σε φτώχεια και τους κοροϊδεύει διότι τους δίνει λιγότερα απ’ όσα τους παίρνει. Εχουν δίκιο;
Δεν έχει και μεγάλη σημασία, σημασία έχει το αίσθημα αδικίας που δημιουργεί το νομοσχέδιο, σίγουρα κάποιοι πιο αδύναμοι οικονομικά ελεύθεροι επαγγελματίες επιβαρύνονται, άλλοι μπορεί και να ευνοούνται, το ζήτημα είναι ότι αυξάνεται το αίσθημα αδικίας και ανισότητας έναντι των νόμων που ούτως ή άλλως υπάρχει πάντα στη χώρα μας.
Πέραν του αισθήματος αδικίας που δημιουργούν οι παρεμβάσεις στους ελεύθερους επαγγελματίες, το νομοσχέδιο αυτό δεν λειτουργεί αναπτυξιακά, δεν ευνοεί την επιχειρηματικότητα, αντίθετα εχθρεύεται τη μικρή επιχειρηματικότητα που είναι η κινητήριος δύναμη της ελληνικής οικονομίας, δεν περιορίζει ούτε τη φοροαποφυγή των οργανωμένων μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, ούτε το λαθρεμπόριο κάθε είδους, δεν μειώνει την τεράστια οικονομική επιβάρυνση που έχουν τα νοικοκυριά από τον υπερβολικό ΦΠΑ σε όλες τις συναλλαγές του, δεν απαλύνει το βάρος των νοικοκυριών από την ακρίβεια.
Δεν περιέχει δηλαδή ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες αυτή την εποχή, λόγω συγκυρίας κρίσεων που προκαλούνται από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι το ενεργειακό κόστος και η συνακόλουθη αύξηση των τιμών όλων των προϊόντων και υπηρεσιών. Αντίθετα, το κόστος ζωής γίνεται ακόμη πιο δυσβάσταχτο λόγω της επιβολής επί αυτών των αυξημένων τιμών ενός υπερβολικού ΦΠΑ 24%.
Η φορολογία στην Ελλάδα είναι βαριά, το κράτος παίρνει μέσω φόρων πολύ μεγάλο μέρος του εισοδήματος που παράγει ο φορολογούμενος, το κράτος δημιουργεί ένα αβάσταχτο για τις επιχειρήσεις γραφειοκρατικό κόστος, το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος» και όλες ανεξαιρέτως οι επιχειρηματικές ενώσεις, είτε είναι των μεγάλων επιχειρήσεων (ΣΕΒ) είτε των μικρών (ΓΣΕΒΕΕ), επί δεκαετίες εισηγούνται τη μείωσή του.
Το ελληνικό κράτος όμως θεωρεί τους φορολογουμένους εχθρούς του, τους ελεύθερους επαγγελματίες κλέφτες, τους επιχειρηματίες απατεώνες και τους μισθωτούς υποζύγιά του. Λειτουργεί και αποφασίζει ερήμην όλων σε κάθε περίπτωση, με βασικό κίνητρο την ενίσχυση της ήδη υπερβολικής ισχύος της κρατικής γραφειοκρατίας εις βάρος των πολιτών. Σε κάθε συναλλαγή με το Δημόσιο αυτό διαπιστώνει ο καθένας. Μια μεταρρύθμιση του κράτους θα απαιτούσε πρωτίστως την αλλαγή αυτής της νοοτροπίας του Δημοσίου, θα απαιτούσε αλλαγή της σχέσης κράτους – πολίτη.
Ολες οι άλλες παρεμβάσεις, όπως αυτή που γίνεται με το φορολογικό νομοσχέδιο, κάθε άλλο παρά μεταρρυθμίσεις είναι. Είναι μπαλώματα σε ένα διάτρητο και χιλιομπαλωμένο σύστημα που δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο εις βάρος των πολιτών.