Το πιο σοβαρό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα που βρήκε μπροστά της η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2019 ήταν οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή των συντάξεων. Εκατοντάδες χιλιάδες… υποψήφιοι συνταξιούχοι περίμεναν στην ουρά, άλλες τόσες ήταν οι εκκρεμότητες για λάθη που είχαν γίνει σε κύριες και επικουρικές.
Συνολικά, οι εκκρεμείς συνταξιοδοτικές υποθέσεις ξεπερνούσαν το 1 εκατομμύριο! Ενα πραγματικό χάος που ταλαιπώρησε για χρόνια όσους συμπλήρωσαν τα συντάξιμα χρόνια τους, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε μια «μαύρη τρύπα» στα δημοσιονομικά της χώρας και έκανε τους «επόπτες» των Βρυξελλών και του ΔΝΤ να μας κοιτάζουν καχύποπτα. Το πρόβλημα, παλιό και αξεπέραστο, επιδεινώθηκε από το 2016 με την ίδρυση του ΕΦΚΑ και η χαριστική βολή ήρθε το 2020 με την πανδημία που κράτησε τους λίγους υπαλλήλους του κρατικού οργανισμού στο σπίτι τους και την τηλεργασία.
Οταν ο πρωθυπουργός έστειλε τον Κωστή Χατζηδάκη στο υπουργείο Εργασίας να βρει λύσεις σ’ ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα, λίγοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να φτάσει στις επόμενες εκλογές έχοντας αντιμετωπίσει οριστικά το θέμα των συντάξεων. Κι όμως, μέσα σε λίγους μήνες ολοκληρώθηκε η εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων και ο μέσος όρος έκδοσης των νέων συντάξεων έπεσε στους δύο μήνες, καθώς ο e-ΕΦΚΑ εκδίδει 1.250 κάθε ημέρα.
Για να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα έγιναν πολλά. Συγκροτήθηκε ειδική ομάδα για την αποκλιμάκωση των εκκρεμών συντάξεων, υλοποιήθηκαν σημαντικές αυτοματοποιήσεις, θεσμοθετήθηκαν κομβικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, όπως η θέσπιση των συντάξεων fast track (μέσος χρόνος έκδοσης λιγότερο από τρεις μήνες), η εφαρμογή της προκαταβολής σύνταξης (πάνω από 100.000 ωφελούμενοι) και η δημιουργία του θεσμού των πιστοποιημένων λογιστών και δικηγόρων (έκδοση σύνταξης ακόμα και σε 60 ημέρες).
Τέθηκε σε λειτουργία ο ηλεκτρονικός «πύργος ελέγχου» για την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο του συνόλου των εκκρεμοτήτων σε κάθε διεύθυνση και περιφερειακή ενότητα, ψηφιοποιήθηκε το σύνολο των νέων αιτήσεων συνταξιοδότησης, αυτοματοποιήθηκε η έκδοση των συντάξεων Δημοσίου, δόθηκε προτεραιότητα στην εκκαθάριση προβληματικών Ταμείων.
Οι εργαζόμενοι ενισχύθηκαν με 3.000 σύγχρονους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, επιβραβεύτηκαν με bonus και λειτούργησαν κάτω από συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και πλαίσιο επίτευξης εβδομαδιαίων στόχων, ενώ τέθηκε σε λειτουργία το «ψηφιακό δωμάτιο επικοινωνίας» για την άμεση επικοινωνία των υπαλλήλων με τους εν αναμονή συνταξιούχους.
Η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης των κύριων συντάξεων δίνει τη θέση της στην εκκαθάριση και των ληξιπρόθεσμων επικουρικών και εφάπαξ το επόμενο διάστημα. Το υπουργείο Εργασίας λέει μάλιστα ότι παρατηρείται σημαντική βελτίωση στην αποκλιμάκωση των εκκρεμών επικουρικών, και ελπίζουμε να είναι πραγματικότητα.
Oλες οι μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν με 900 λιγότερους υπαλλήλους. Μαζί με το αποτελεσματικό management, δόθηκαν και σημαντικά κίνητρα, ψηφιακά εργαλεία και σύγχρονος εξοπλισμός στους υπαλλήλους προκειμένου να αυξήσουν σημαντικά την απόδοσή τους και να φτάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα.
Για καθεμία από τις παραπάνω παρεμβάσεις η στάση της αντιπολίτευσης ήταν η ίδια: καχύποπτη, αρνητική και καταγγελτική. Ολοι θυμόμαστε τη θύελλα των πολιτικών αντιδράσεων για την εμπλοκή στη διαδικασία λογιστών και δικηγόρων. Το αποτέλεσμα έδειξε πως η κυβέρνηση έπραξε το σωστό και η αντιπολίτευση πρότεινε το λάθος. Ισως είναι η ώρα να δοκιμάσουν ορισμένοι τις επιδόσεις τους, εκτός από τις παρακολουθήσεις, και στην πραγματική δουλειά, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον αρμόδιο υπουργό Κωστή Χατζηδάκη τον εμφανίζουν σε… επισύνδεση, νόμιμη ή παράνομη. Η εξουσία δεν κερδίζεται μόνο με αντιπολίτευση και χαφιέδες, αλλά με αξιόπιστες προτάσεις και έργο.
Αν κρίνουμε από το πολιτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί, η κατάσταση μέχρι τις εκλογές θα είναι δύσκολη. Το θέμα των υποκλοπών είναι πάρα πολύ σοβαρό, αν είναι αληθινό. Αν όμως δεν είναι, όπως διαβεβαιώνει το Μέγαρο Μαξίμου, θα είναι άδικο να ρίξει τη σκιά του σε όλα τα καλά που έχουν γίνει έως τώρα ή, ακόμη χειρότερα, να αναστείλει όσα έχουν προγραμματιστεί να γίνουν. Υπό αυτή την έννοια, δεν δικαιολογείται η φοβική και ατελής, από την πλευρά της κυβέρνησης, αντιμετώπιση του θέματος με τις παρακολουθήσεις.