Σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης των τελευταίων μηνών, το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των πολιτών είναι η δύσκολη και επώδυνη καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα που αφ’ ενός σημαδεύεται από την ακρίβεια και αφ’ ετέρου από τις δυσκολίες στις μετακινήσεις, την ανασφάλεια και την ανεξέλεγκτη παραβατικότητα. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.
Και όσον αφορά την ακρίβεια και παρά τις όποιες κυβερνητικές προσπάθειες παρέμβασης στη λειτουργία της αγοράς, με ελέγχους αισχροκέρδειας και πρόστιμα όπου διαπιστώνονται παραβιάσεις των κανόνων, το πρόβλημα για τους καταναλωτές παραμένει οξύ και φαντάζει δυσεπίλυτο. Ο πληθωρισμός στη χώρα μας τρέχει με ρυθμούς πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και οι ελπίδες αποκλιμάκωσης λιγοστεύουν.
Όμως στο θέμα που άπτεται των αρμοδιοτήτων του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, είναι ακατανόητο γιατί υπάρχει αυτή η εκνευριστική αδράνεια που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας. Κάθε μέρα, σε όλα τα δελτία ειδήσεων, φιγουράρει το μποτιλιάρισμα στους δρόμους που αφαιρεί παραγωγικές ώρες από τους πολίτες, φέρνοντας τους πολλές φορές στα όρια της απελπισίας. Πουθενά τροχονόμοι, πουθενά αστυνομικοί να κόβουν κλήσεις στα διπλοπαρκαρίσματα, στις καταλήψεις διαβάσεων πεζών, στις καταλήψεις πεζοδρομίων από μηχανές, στα φορτηγά προμηθειών καταστημάτων σε ώρες αιχμής.
Μια καθημερινή ζούγκλα που αφαιρεί ποιότητα ζωής από τους πολίτες που πέραν όλων των άλλων προβλημάτων τους, θα πρέπει να αποδεχθούν τη μοίρα τους που την καθορίζουν κάποιοι ανεύθυνοι παραβάτες των κανόνων συνύπαρξης στις αφιλόξενες πόλεις μας. Να αποδεχθούν ως κάτι φυσιολογικό κάποια στιγμή να γίνουν θύματα κλοπής, αρπαγής τσάντας ή και ληστείας μέσα στο ίδιο τους το σπίτι από εγκληματίες που κατά καιρούς συλλαμβάνονται αλλά μετά από λίγο αφήνονται ελεύθεροι γιατί δεν κρίνονται πλέον επικίνδυνοι, για να συνεχίσουν το εγκληματικό τους έργο εις βάρος των φιλήσυχων και αδύναμων να αντιδράσουν, πολιτών.
Οι δικαιολογίες που ακούμε από τους πολιτικούς προϊσταμένους, κάνουν λόγο για έλλειψη τροχονόμων (25 όλοι κι όλοι στην Αθήνα), για έλλειψη περιπολικών(περίπου 50 στην Αττική) για κενές οργανικές θέσεις κλπ. Ωραία λοιπόν. Και ποιος πρέπει να φροντίσει να ενισχύσει την τροχαία με ανθρώπινο δυναμικό; Ο μποτιλιαρισμένος οδηγός; Δεν υπάρχουν περιπολικά; Κι είναι τόσο δύσκολο να αγοραστούν άλλα τόσα ή όσα χρειάζονται; Είναι δα τόσο ανυπέρβλητο το κόστος για ένα κράτος που δαπανά τόσα δισ. για τη λειτουργία του κράτους;
Κι είναι τόσο δύσκολο να βγουν στους δρόμους με μπλοκάκια κλήσεων μερικές δεκάδες αστυνομικοί έστω να για να δείξουν πως οι παραβάσεις καταγράφονται και επιβάλλονται πρόστιμα; Μήπως μας διαφεύγει πως ως χώρα έχουμε μια από τις μεγαλύτερες αστυνομίες αναλογικά με τον πληθυσμό μας σε όλη την Ευρώπη(54.000!); Εύλογη δεν είναι επομένως η απορία τι κάνουν όλες αυτές οι στρατιές των αστυνομικών που χρηματοδοτεί ο Έλληνας φορολογούμενος; Που είναι εξαφανισμένοι και δεν εμφανίζονται όταν τους χρειάζεται ο πολίτης και η κοινωνία;
Η ορθολογική αξιοποίησή τους, υπέρ του κοινωνικού συνόλου δεν είναι δα ούτε εκσυγχρονισμός ούτε κάποια σπουδαία μεταρρύθμιση. Εφαρμογή του αυτονόητου είναι και η ευθύνη βαρύνει την πολιτική ηγεσία. Στα προεκλογικά προγράμματα και στον Δημόσιο διάλογο έχει γίνει καραμέλα η αξιολόγηση των Δημοσίων υπαλλήλων. Αυτή η αξιολόγηση δεν ισχύει μήπως στα σώματα ασφαλείας από την κορυφή μέχρι τη βάση; Ή μήπως το να αλλάζουμε αρχηγούς και υπαρχηγούς στις ετήσιες κρίσεις ή σε κάποιο εξόφθαλμο λάθος της ηγεσίας, διορθώνονται επί της ουσίας τα στραβά και τα ανάποδα όλου του σώματος.
Πάντως, μια κυβέρνηση που έχει στο ενεργητικό της τόσα θετικά στην αντιμετώπιση κρίσεων και μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα στην οικονομία, στα γεωπολιτικά, στην επούλωση των πληγών που άφησαν πίσω τους τα μνημόνια, είναι κρίμα να λοιδορείται για έλλειμμα ενσυναίσθησης στα προβλήματα της καθημερινότητας τα οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν στοιχίζουν σε χρήμα. Απλά είναι θέματα αποφασιστικότητας, καλύτερης οργάνωσης και σπάσιμο αυγών με το ξεβόλεμα κάποιων.