Το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα της εποχής είναι ο πληθωρισμός. Η ακρίβεια «τρώει» τα εισοδήματα και φέρνει φτωχοποίηση, η οποία επιδεινώνεται από τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες.
Μετά την προηγούμενη κρίση πληθωρισμού στις δεκαετίες 1970-1980 οι κεντρικές τράπεζες απέκτησαν πλήρη ανεξαρτησία από τις κυβερνήσεις και τους δόθηκε η αρμοδιότητα να κρατούν χαμηλά τον πληθωρισμό, ρυθμίζοντας την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία.
Όμως οι κεντρικοί τραπεζίτες απέτυχαν στη δουλειά τους καθώς… κοίταζαν αμέριμνοι τον πληθωρισμό να φτάνει στο 10% και τώρα προσπαθούν να τον σταματήσουν διά της… φτώχειας: μειώνουν το χρήμα που κυκλοφορεί με σκοπό να προκαλέσουν οικονομική στασιμότητα και ανεργία, για να περιοριστεί η ζήτηση αγαθών και να μην ανεβαίνουν οι τιμές.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά «κουνάνε το δάχτυλο» στις κυβερνήσεις, στις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους προκειμένου να μην αυξηθούν οι μισθοί. Ακόμα, όμως, κι αν πάμε σε μια κατάσταση όπου ο πληθωρισμός θα πέσει μεν από το 9%-10% που κινείται σήμερα, αλλά θα μείνει γύρω στο 4%-5% -όπως προβλέπουν οι εγκυρότεροι οικονομολόγοι- τότε θα έχουμε μια διαδικασία φτωχοποίησης των πολιτών.
Μόνο -κυρίως μεγάλες- επιχειρήσεις που μπορούν να ανεβάζουν τις τιμές πώλησης θα ωφεληθούν. Οι ανισότητες θα αυξηθούν περισσότερο.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η πραγματική οικονομική εξουσία έχει περάσει στις «αγορές» και στις ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες που έχουν το πάνω χέρι.
Τα συμφέροντα του εργαζομένου, του απλού ανθρώπου δεν εκπροσωπούνται πουθενά στο σύστημα. Ακόμα και τα περιθώρια παρέμβασης των κυβερνήσεων έχουν περιοριστεί, λόγω των οικονομικών αυτοματισμών.
Οι πραγματικές «αποφάσεις» λαμβάνονται από κεντρικούς τραπεζίτες που συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών χωρίς να λογοδοτούν πουθενά, αλλά και από επενδυτές που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ξεπουλήσουν τα ομόλογα μιας χώρας και να οδηγήσουν σε αδιέξοδο τον υπουργό Οικονομικών ή ακόμη και να προκαλέσουν κυβερνητική κρίση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, τα μεγάλα αδιέξοδα και η πίεση που προκαλούν στις κοινωνίες οδηγούν σε υποχρεωτική αναθεώρηση τα δόγματα που επικράτησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμα και στα «προπύργια» του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, η πολιτική επανέρχεται στο προσκήνιο.
«Είναι η πολιτική, ηλίθιε… Κατά τον προηγούμενο μισό αιώνα, επικράτησε η ιδέα ότι οι δυνάμεις της αγοράς ήταν πιο σημαντικές από τα πολιτικά συστήματα, τις αξίες και τα εθνικά συμφέροντα», αλλά τα πράγματα αλλάζουν γράφει η Rana Foroohar στους «Financial Times».
Πρόκειται για αντιστροφή της ανεκδοτικής ιστορικής ρήσης «Είναι η οικονομία, ηλίθιε» («It’s the economy, stupid»), την οποία είχε πει το 1992 ένας σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον για να τονίσει πού έπρεπε να δοθεί η έμφαση της προεκλογικής εκστρατείας.
Τα νέα προβλήματα απαιτούν νέες λύσεις. Νέες πολιτικές. Σε εθνικό επίπεδο η πολιτική εξουσία πρέπει να προστατεύσει τους πολίτες, αλλά και να ενισχύσει τις εγχώριες επιχειρήσεις και τις παραγωγικές δομές εν μέσω της λαίλαπας που φέρνει το τέλος της παγκοσμιοποίησης όπως την ξέραμε.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο χρειάζονται νέες πολιτικές για να αναδειχθεί η Ε.Ε. σε φάρο των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και σε «παίκτη» διεθνούς εμβέλειας που θα συμβάλει στην αποτροπή των συγκρούσεων εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Αλλά και στο επίπεδο της κοινωνίας, τα συνδικάτα και τα κινήματα βάσης πρέπει να αναδιοργανωθούν και να διεθνοποιηθούν για να προασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Μόνο η πολιτική μπορεί να αντιμετωπίσει τα μεγάλα ζητήματα. Η αγορά απέτυχε.